Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας απαιτήσεις των κτηματιών. — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του. Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και μεταποιών αυτάς εις λάμα.

Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην, τον μογιλάλον υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον, ομιλούντα και συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων τελειότατα, τη συνδρομή και τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις ανακαλύψας την ευφυίαν του εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των δεκάτων, εμπιστευόμενος εις την πονηρίαν του ως εις εαυτόν.

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το επαρχείον να κάμη νέαν προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της συγκομιδής, εξήλθε την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με την πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος ουδέ προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό τα ελαιόδενδρα.

Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον διακοπήν. Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον. Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα.

Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος, αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα. Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος «Κανών».

Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. — Πώς εδώ, ευλογημένε; — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου!

Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. — Κυρ-Δημάκη! Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών.

Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον, τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς μίαν όλην ημέραν. — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο!

Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια φορά. Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να είνε δεκατιστής.

Ερημίτις γέρων, μετά δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν