United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον μας απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως τοιούτος, ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως μετά των νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του.

Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφάαλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του.

Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες: — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου! — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!

Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα εσκέφθη. — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να αιθριάση. Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο του σημάντρου οι ήχοι.

Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας.

Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής και η μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν.

Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν. Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει τόσον αποτόμως. — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης, εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του.

Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε ουδείς ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας.

Αλλά σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο, μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου. Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος. Διεχειρίσθη τόσα χρήματαόχι, λάδια, θέλομεν να είπωμεν. — Πέρασαν από τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια.

Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης.