United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες: — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου! — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!

Όχι, δεν το κόπτω, είπε το άλλο. Θα στολίση το κλουβί. Και έβαλαν τα παιδιά μέσα εις το κλουβί το χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον. Αλλά το πουλάκι έκλαιε την ελευθερίαν του, και εκτυπούσε με τα πτερά του τα σύρματα της φυλακής του. Το δε χαμόμηλον ήθελε να το παρηγορήση, άλλα δεν είχε φωνήν να λαλήση. Και επέρασεν ώρα πολλή και ενύκτωνε. — Δεν έχω νερόν! είπεν η κίχλα.

Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα, και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του. Ήδη ενύκτωνε, και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός.

Προσέθηκεν άλλη τις εκ των παρισταμένων διά να φουρνίσωσι, βιαζομένη διότι ενύκτωνε. — Τι να τήνε κάμω τώρα; Επανέλαβε πάλιν η οργισθείσα γυνή. Δος' νε τ' δασκάλ'! Παρετήρησε, γελώσα η φουρνάρισσα. Τι να κάμη η ατυχής εκείνη; Να κάθηται να φιλονικήτον φούρνον; Παρέλαβε τα ταψία της ένα-ένα και απήλθεν.

Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.

Υπήρξα και εγώ νέον, ο δε άνθρωπός μου είχε στηρίξει επί εμέ ολόκληρον την αξίαν του· τούτο όμως δεν το ηννόουν εγώ, διότι ενύκτωνε και εξημέρωνε, αυτός δε ήτο πάντοτε ο ίδιος· δεν έβλεπον να προστίθεται τίποτε επί πλέον εις το κεφάλι του, το οποίον εκάλυπτον μετά τοσαύτης προσοχής.