Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον.
Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί. Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο.
Η Μαχώ το Φαλκάκι έφθασεν ενωρίς, περί δύσιν ηλίου, την εσπέραν εκείνην του Οκτωβρίου μηνός, κρατούσα το καλαθάκι της, το οποίον περιείχεν άρτον, ελαίας χαμάδας, ολίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Είχεν αναχωρήσει από την πόλιν το πρωί. Όλην την ημέραν διήλθεν εις τον ελαιώνα συλλέγουσα ελαίας, είτα τας έβαλεν εις σάκκους, και δι' ημιόνου τας έστειλεν εις τα ελαιοτριβεία της πόλεως.
Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.
Τέλος το υπουργείον απέστειλε νέον έγγραφον προς τον δήμαρχον της μικράς νήσου, αναγγέλλον ότι αι συμμορίαι εκείναι των ληστών διελύθησαν και καλούν τους νησιώτας να επαναλάβωσιν αφόβως τα έργα των. Διά τούτο είδομεν εν αρχή της διηγήσεώς μας τόσαι λέμβοι μετά γυναικών ιδίως ν' αποβιβάζωσι σάκκους φύλλων συκομορέας εις την παραλίαν υπό το φως της σελήνης.
Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση, είδησιν εις τας τρεις, διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπά-Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί όσας είχε, καί τινα δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του.
― Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.
Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον. Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του. Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων. — Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.
Τα δύο ταύτα λοιπόν μετ- εχειρίσθη ο Θεός, ίνα διοχετεύη το υγρόν εκ της κοιλίας εις τας φλέβας, δηλ, συνύφανε πλέγμα εξ αέρος και πυρός, ως είναι οι αλι- ευτικοί κάλαθοι, έχον εις το στόμα δύο σάκκους εκ των οποίων τον ένα έπλεξε δισχιδή. Από τους σάκκους τούτους εξέτεινε τρόπον τινά σχοίνους ολόγυρα πανταχού μέχρι των άκρων του πλέγμα- τος.
Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και αυτός, είπε: — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα. Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν