United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς: — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν. — Άααχ! Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους: — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ το αίμα! Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.

Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Και πώς πάτε; Είστ' ευχαριστημένος; — Καλά, καλά, κ' εσύ; — Ωραία, μη μας ξεχνάτε· χαίρετε! είπεν ο ΠαναγιώτηςΓειάσου. Και ο νέος απεμακρύνθη εσπευσμένως. — Ξέρεις ποιος είν αυτός; Είπεν ο Σοφοκλής· Είνε πατριωτάκι μου. Προ έξ χρόνια ήλθεν απ' την πατρίδα, μ' εννόησες, ίσα σε μένα, γιατί ήμαστε σαν αδέλφια με τους γονείς του.

Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται. — Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας.

Και απεμακρύνθη εσπευσμένως. Αντηλλάγησαν επιστολαί τίνες. Αι του Φωκίωνος εδείκνυον το πυρ που τον έτρωγε, αι της Αρσινόης, αίσθημα αναγεννώμενον Φευ! ήτο το πρώτον της Αρσινόης ολίσθημα . . . Ησθάνετο ότι παρεσύρετο, ότι ελιποψύχει και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας έκλαιεν από εντροπήν.

Πρώτον ίστατο το άγαλμα της Αρτέμιδος, ανδρικής γυναικός, ης η εσθής, μόλις καλύπτουσα έν μέρος του σώματος, είχε τοιαύτας πτυχάς, ως να εκινείτο σφοδρώς υπό του ανέμου, και τα σκέλη δεν απείχον απ' αλλήλων υπέρ την μίαν σπιθαμήν, ώστε εφαίνετο εσπευσμένως βαδίζουσα. Το βάθρον, εφ' ου ήτο ιδρυμένον το άγαλμα ήτο χθαμαλόν, μόλις δακτύλους τινάς ανέχον υπέρ το έδαφος.

Ο Πετρώνιος, εις τον οποίον είχον εμπιστευθή το μυστικόν, εσυμβούλευσε τον Βινίκιον να μεταβή φανερά εις το αμφιθέατρον μετ' αυτού, κατόπιν δε να φύγη εν μέσω της οχλοβοής: θα κατήρχετο εσπευσμένως εις τα υπόγεια, όπου, διά να αποφύγη ενδεχόμενον λάθος, θα εδείκνυεν αυτός την Λίγειαν εις τους φύλακας.

Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε δρόμο. — Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον. — Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο. — Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο ς. Φύυυσα!! Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον πρώτο: — Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε, βρε! — Τι; — Οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες.