United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να την αγαπάς . . . Δάκρυα ανέβλυσαν επί των βλεφάρων του Καραγιάννη. Του ένευσεν ακόμη. Εκείνος έκλινε· σχεδόν ήγγισε με το πρόσωπον τα χείλη του και ηκροάσθη. Τα χείλη του θνήσκοντος διεστάλησαν ελαφρά, ως όταν θέλει τις να μειδιάση. — Και να της δώσης εκείνα τα τάλλαρα . . . Ήτο η τελευταία πνοή . . . Το πρώτον και τελευταίον του χαμόγελο . . .

Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ' ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου. — Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς. Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου.

Έμαθα πως παντρεύγεσαι ... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ. Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ' εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνη την αγωνίαν της. — Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;

Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν προς τον Βινίκιον. Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος. Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος. — Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον! Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον. — Καλά νέα! είπε μακρόθεν.

Η Αϊμά δεν απήντησεν. — Ήλθα να σ' αποχαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν, κόρη μου. Έλα να σε φιλήσω. Και ορθωθείσα έσυρε την κόρην προς εαυτήν και ενετύπωσεν επί των χειλέων της ένθερμον φίλημα. Η Αϊμά συνέλαβεν ιδέαν τινά. — Μήπως είνε η μήτηρ μου; είπε καθ' εαυτήν. Και νέα δάκρυα, ανέβλυσαν εκ των οφθαλμών της. Ήθελε, να την ερωτήση και δεν ετόλμα.

Κ' ενώ έβλεπε το όπλον, το όπλον που τόσον ηγάπησε, κατακείμενον ήδη χαμαί, με τα παφήλια μακράν χάσκοντα, τα κοσμήματα σκορπισμένα πέριξ, το καρυόφυλλον πεπιεσμένον ασπλάγχνως, τον δικέφαλον αετόν εις μίαν γωνίαν αδρανή ωσεί κεραυνόπληκτον, δάκρυα ανεβλυσαν των οφθαλών του κ' εκυλίσθησαν καυστικά επί των ψυχρών παρειών του.