United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά όπου ήτο αποθαμένη η νόνα μου. Αλλέως θα την είχε σκοτωμένην. Και τότε του ήλθε να ενδύση την νόναν τον τα καλλίτερά της φορέματα. Έπειτα εζήτησε δανεικόν το άλογον του γείτονός του, το έζευξεν εις έν κάρον, εστήλωσε μέσα εις το κάρον την νόναν του καθιστήν, ανέβη και αυτός επάνω, και επήρε τον δρόμον του δάσους. Προς τα εξημερώματα έφθασεν εμπρός εις έν ξενοδοχείον.

Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 «Ωιμέν' αυτός ο στοχασμόςτον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέληςτο πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».

Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 και, ανόσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες, και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη• ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510 να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης, τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης, ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία. αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515 θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα, και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».

Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως ενδύση τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρεις άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των. Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει.

Ήρχετο να την ανακαλέση εις εαυτήν, να την ενδύση πάλιν με την προτέραν ενδυμασίαν της, εκείνην η οποία τόσον της ήρμοζε, να της επαναδώση τα παιδικά της αισθήματα. — Διότι καθ' όλην των την ζωήν, τι άλλο είνε οι βλάχοι παρά παιδιά; Η λυγερή ήτο άλλη ήδη· συνεκινείτο εις την ιδέαν αυτήν και μόνην, εις την εικόνα αυτήν του βίου, την οποίαν της παρουσίαζε ζωηράν προ των ομμάτων της ο αυλητής.

Αυτό λοιπόν το ύφασμα ας δεχθώμεν ότι το εκτελεί η πολιτική πράξις με την τελείαν πλοκήν του ήθους των ανδρείων και των φρονίμων, όταν με ομόνοιαν και φιλίαν συνδέση τον βίον αυτών η βασιλική τέχνη, και κατασκευάση το μεγαλοπρεπέστερον και ωραιότερον από όλα τα υφάσματα, και όλους τους άλλους, τους δούλους και τους ελευθέρους, τους ενδύση με αυτό το ύφασμα, και όσον είναι ορθόν να ευτυχή μία πόλις, εις τούτο χωρίς καμμίαν έλλειψιν διοική και επιστατή.

Η μεν Ρωμαϊκή Εκκλησία εννοήσασα τούτο, ευθύς άμα είδε ψυχραινόμενον τον ζήλον των πιστών, κατέφυγεν εις τους ζωγράφους και τους γλύπτας, ως η γραία Ήρα εις τον κεστόν της Αφροδίτης, ίνα καλύψη τας ρυτίδας και ενδύση την γυμνότητά της, η ανατολική όμως, καίτοι πρεσβυτέρα της αδελφής της, είτε εκ πενίας είτε εξ υπερηφανείας επέμεινε θέλουσα να ελκύη τους πιστούς δι’ ερρίνων ασμάτων και παραβλώπων παρθένων.

Είχε δ' εκλέξη την νύμφην του νεωτάτην, ίνα δυνηθή να την μορφώση κατά τας ιδέας του· πράγματι δε πρώτη φροντίς αυτού υπήρξε να της μάθη Γαλλικά και να την ενδύση φράγκικα. Υιός του Σταματίου υπήρξεν ο Δημήτριος Ροδοκανάκης αντιπρόσωπος Βραΐλας εις την Εθνοσυνέλευσιν του 1862, και εγγονός αυτού, ο επί μακρά έτη εν Γενούη γενικός πρόξενος της Ελλάδος Σταμάτιος.

Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την συμβουλήν σου. Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας ιδίας της χείρας.