United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων, αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.

Άλλοι επεδείκνυον τους ποιητικούς θησαυρούς της μνήμης των και διά ν' απαντούν, ήρχιζαν με την λέξιν εις την οποίαν ετελείωνεν ο προηγούμενος. Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί του «Ερωτοκρίτου», μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της Αρετούσας. Ο Μανώλης ήτο εκεί. Ακουμβημένος εις έν παράθυρον, εφαίνετο σύννους και μελαγχολικός.

Οι θεαταί των υψηλών θεωρείων είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των, συνέρρεον προς την κονίστραν και εποδοπατούντο εις τους διαδρόμους, όπως καλλίτερον ίδωσι τον νέον Ηρακλέα. Πανταχόθεν ηγέρθησαν φωναί εκλιπαρούσαι την χάριν του, φωναί περιπαθείς, επίμονοι, αίτινες μετ' ολίγον συνησπίσθησαν εις μίαν άπειρον βοήν.

Πόσον γλυκείαι αι ώραι των πρώτων συναντήσεων και αι περιποιήσεις προσφιλούς μητρός οδηγούσης τον επανακάμπτοντα υιόν εις το παλαιόν δωμάτιον, εις την κλίνην, όπου προ ετών δεν εκοιμήθη, και αι ασυνάρτητοι εκφράσεις τρυφερότητος, και τα δάκρυα χαράς τα διακόπτοντα την ομιλίαν της, και οι περιπαθείς εναγκαλισμοί, και τα μητρικά φιλήματα!

Δεν σου γράφω περί του κειμένου του μελοδράματος, όπερ είς των καθηγητών του Ωδείου μετέφρασεν ελληνιστί, διότι είνε αυτό καθ' εαυτό ασήμαντον, και ολίγη επομένως η βλάβη, αν η ελληνική μετάφρασις ηύξησε κάπως την ασημαντότητά του· εκτός δε τούτου ευτυχώς αι λέξεις δεν ακούονται, και ο ακροατής, ευχαριστούμενος εκ της ελαφράς μελωδίας και του υποπτέρου ρυθμού της μουσικής, δεν προσέχει εις τας περιέργως περιπαθείς φράσεις, τας οποίας ανταλλάσσουσιν οι δύο ερασταί.

Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.