United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχετο η λέμβος ! Επλησίαζεν ! Ηκούοντο αι κώπαι σχίζουσαι την θάλασσαν, ηκούετο και των σκαρμών ο γογγυσμός υπό της κώπης την πίεσιν. Οι δ' επί του αιγιαλού ετείνομεν σιωπώντες τα ώτα προς τους πλησιάζοντας εκείνους παρηγόρους ήχους.

Κανέν διακριτικόν σημείον δεν τον εξεχώριζεν από τα παλληκάρια του. Ως εκείνοι, εφόρει και αυτός την ζωγραφικήν εγχώριον ενδυμασίαν, ήτις ούτε νέα ήτο, ούτε υπερμέτρως καθαρά, ενώ η στίλβουσα στολή μου.... Εν τούτοις ανεγίνωσκεν ο καπετάνιος την επιστολήν, όλοι δε γύρω ίσταντο σιωπώντες. Η στάσις των αυτή και μόνη και η σιωπή των εμαρτύρουν το σέβας και την υποταγήν των προς τον αρχηγόν.

Ελλήνων και ο βασιλεύς Αγαμέμνωνσοι προσφέρομεν, άχραντον αίμα κόρης ωραίας, και ευδόκησον να πλεύση ο στόλος ημών αβλαβής και να εκπορθήσωμεν διά των όπλων την ακρόπολιν της Τροίας». Και οι Ατρείδαι και όλος ο στρατός ίσταντο σιωπώντες με το βλέμμα εστραμμένον προς την γην. Ο δε ιερεύς λαβών την μάχαιραν και προσευχηθείς παρετήρει τον λαιμόν της κόρης ίνα εύρη που έπρεπε να καταφέρη την πληγήν.

Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.

Ώστε ενοήσαμεν, διατί ήτο έρημος και κατηφής η πόλις. Ενοήσαμεν δε ταυτοχρόνως, ότι η Σμύρνη δεν ήτο η μόνη επικίνδυνος διαμονή• ότι όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότης εξ ενός και διαρκής αφ' ετέρου αγωνία. Κατηυθύνθημεν σιωπώντες προς την οικίαν μας. Ότε έκρουσεν ο πατήρ μου την θύραν, είδα έν δάκρυ σιωπηλόν επί της παρειάς του.

Ενώ έβλεπα τους δύο εκείνους υπό την σκιάν των δένδρων, η ψυχή μου ανέτρεχεν οπίσω εις άλλην σκηνήν παρομοίαν. Ανεπόλουν τους πρώτους παλμούς της καρδίας μου. Και οι δύο δεν είχομεν κατ' εκείνην την στιγμην όρεξιν δι' ομιλίας Ηκολουθήσαμεν σιωπώντες τους τελευταίους στρατιώτας της οπισθοφυλακής. Ήτο ημέρα ωραία. Ο δοοσερός άνεμος εμετρίαζεν εκεί, επί των υψωμάτων, την θέρμην του θερινού ηλίου.

Επεριπατούμεν ως άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή να συντάμωμεν τον δρόμον, κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες, αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των χειρών τους πίλους ημών και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων πνευμόνων την δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.