United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έσπασα με τα χέρια μου τα σίδηρα σα βέργες, » Βράχους πολλούς ξερρίζωσα με την περπατησιά μου, » Κι’ έδραμα σαν την αστραπή, κι’ έτρεξα σαν τ’ αγέρι. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Εκαβαλλήκεψα θεριά, κι’ αλύσωσα λιοντάρια, » Τρία βουνά ξελάκκωσα, τα τρία στην αράδα, » Και μες τα ξελακκώματα γύρισα εννιά ποτάμια. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έμασα χίλια αγριόγιδα και τάκανα μια στάνη, » Τα βόσκησα μες τους γκρεμούς και τάρμεξα στα πλάγια, » Κ’ έβγαλα τ’ αγριοβούτυρο κ’ έπηξα τ’ αγριοτύρι.

Τω όντι ηκούοντο έξω εις την αίθουσαν βηματισμοί ελαφροί και ψιθυρισμοί. Επήδησα εκ της κλίνης και έδραμα προς την θύραν αψοφητί. Δυστυχώς, εις τας ατόπους πράξεις άμα γείνη άπαξ το πρώτον βήμα, τετέλεσται! πρό τινων ωρών ηγανάκτησα κατά του εξαδέλφου μου, ότε κατεσκόπευσε τον Κ. Μελέτην και την αδελφήν του, ηγανάκτησα δε και κατά του εαυτού μου, διότι τον εμιμήθην.

Εμένομεν ούτως ενώπιον της κλίνης σιωπηλοί και ακίνητοι, ακούοντες του θνήσκοντος το ψυχομαχητόν. Έκλινα την κεφαλήν επί της χειρός της μητρός μου και την ησπάσθην, εκείνη δε δεν έσκυψε να με φιλήση, αλλ έθεσε την άλλην της χείρα επί της κεκλιμένης κεφαλής μου και με είπεν ησύχως•Φέρε ιερέα. Έδραμα έξω αμέσως. Δεν ήθελα να κλαύσω εμπρός της. Ενώ εξηρχόμην εισήρχετο εις την οικίαν ο ιατρός.

Και όμως ήμην είκοσι ετών και ενός νέος τότε ! Τώρα δε, καθ' ην στιγμήν γράφω τας αναμνήσεις ταύτας, απορώ, και εξανίσταμαι κατ' εμαυτού, πώς αντί να καταφύγω εκεί εις τον εξοχικόν πύργον μετά των γερόντων γονέων και των αδελφών μου, πώς δεν έδραμα να καταταχθώ υπό την σημαίαν του αγώνος, πώς δεν έλαβα κ' εγώ τα όπλα εις χείρας, και ας έπιπτα επί τέλους πολεμών.

Ήτο λαμπρά εαρινή πρωία και ότε επεστρέψαμεν εκ της εκκλησίας, αντί να μείνω εντός της οικίας, λαβών εις χείρας την νηστήσιμον τροφήν μου υπήγα να προγευθώ επί του εξώστου. Αλλ' άμα ήνοιξα την επ' αυτού θύραν και ύψωσα το βλέμμα προς το πέλαγος, είδα θέαμα, το οποίον με κατέπληξε. Παράτησα το πρόγευμα και έδραμα προς τον πατέρα μου.

Την επιούσαν όμως εις την αγοράν απήντησα Τήνιον άλλον νεωστί σκουφωθέντα, μετά τινα δε βήματα άλλον, και άλλον παρέκει και άλλον κατόπιν. Ήσαν ενός χρώματος οι σκούφοι, και του αυτού σχήματος όλοι, η δε σύμπτωσις αύτη εκίνησε την περιέργειάν μου και μου έφερεν αμέσως εις την μνήμην τα εκ Βενετίας αποσταλέντα κιβώτια. Έδραμα άνευ αναβολής εις αναζήτησιν του οικοδεσπότου μας.