United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου έφθανε τον θάνατον να κλαύσω του Τυβάλτη, ή εάν πρέπη συντροφιάν η συμφορά να έχη, κ' η πίκρα συνοδείαν της να έχη κι’ άλλην πίκραν, πώς, όταν έλεγεν αυτή, νεκρός είν' ο Τυβάλτης, δεν είπε: κι’ ο πατέρας σου κατόπιν, ή δεν είπε: κ' η μάνα σου, ή και οι δυο. Αυτό καϋμός θα ήτο, αλλά καϋμός υποφερτός. Αλλά εις του Τυβάλτη τον θάνατον, να έρχεται κατόπιν, κι’ ο Ρωμαίος εξωρισμένος!

Έχετε να πάθετ' απ' εμένα, θα σας παιδεύσω και ταις δυο, ώστε ο κόσμος όλος... θα κάμω πράγματα εγώ... Δεν 'ξεύρω τι θα είναι, αλλά θα είναι πράγματα, οπού η γη να φρίξη! Να κλαύσω περιμένετε; Α! όχι, δεν θα κλαύσω. Να κλαίω έχω αφορμήν. Αλλά κομμάτια χίλια να την ιδώ καλλίτερα να γίνη την καρδιάν μου, παρά να κλαύσω! — τρελλέ, ο νους μου θα μου φύγη! ΚΟΡΝ. Η τρικυμία προχωρεί. Εις τα σκεπά ελάτε.

Εις άνδρα βέβαια έχοντα συναίσθησιν εαυτού και υπερηφάνειαν είναι αλγεινοτέρα η διά δειλίαν ταπείνωσις παρά ο μη αισθητός θάνατος ο πλήττων τον πολεμιστήν εν καιρώ της δυνάμεως αυτού και ενώ έχει κοινώς αποδεκτάς ελπίδας περί επιτυχίας. 44. » Διά τούτο, αντί να κλαύσω τους γονείς των προκειμένων όσοι είναι παρόντες, εξ εναντίας θέλω παραμυθήσει αυτούς.

Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν του γνώμην.

Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον τούτον και δι' αυτό τους μισώ. — Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών; — Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε; — Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν. — Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ! — Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα. — Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού.

«Οσάκις αναλογίζομαι το συμβεβηκός τούτο, έλεγε Γρηγόριος ο Μέγας, έχω περισσοτέραν διάθεσιν να κλαύσω παρά να κηρύξω επ' αυτού».

Εμένομεν ούτως ενώπιον της κλίνης σιωπηλοί και ακίνητοι, ακούοντες του θνήσκοντος το ψυχομαχητόν. Έκλινα την κεφαλήν επί της χειρός της μητρός μου και την ησπάσθην, εκείνη δε δεν έσκυψε να με φιλήση, αλλ έθεσε την άλλην της χείρα επί της κεκλιμένης κεφαλής μου και με είπεν ησύχως•Φέρε ιερέα. Έδραμα έξω αμέσως. Δεν ήθελα να κλαύσω εμπρός της. Ενώ εξηρχόμην εισήρχετο εις την οικίαν ο ιατρός.

Περίλυπος μετέβην τότε από το κοιμητήριον αυτό των ζώντων εις το κοιμητήριον των αποθανόντων, όπως ασπασθώ τον τάφον του ευεργέτου μου, και επ' αυτού κλαύσω την ερήμωσιν της πατρίδος. Αλλ' ουδέ ίχνος του τάφου του υπήρχε πλέον! Δυστυχεστάτη πατρίς! ανέκραξα τότε στενάζων βαθέως, δεν θέλει λοιπόν παρέλθει η οργή του Κυρίου από σου,