United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη η δροσιά της βραδιάς, όλη η αρμονία των μακρινών, ήρεμων τοπίων, και το χαμόγελο των αστεριών προς τα λουλούδια και το χαμόγελο των λουλουδιών προς τ’ άστρα, και η περήφανη ευθυμία των νεαρών βοσκών και ο πόθος των γυναικών κρυμμένος μέσα στους κόκκινους κορσέδες, και όλη η μελαγχολία των φτωχών που ζουν περιμένοντας τ’ αποφάγια από το τραπέζι των πλουσίων, και οι μακρινοί πόνοι και οι ελπίδες του επέκεινα, και το παρελθόν, η χαμένη πατρίδα, η αγάπη, το έγκλημα, η τύψη, η προσευχή, ο ψαλμός του προσκυνητή που πηγαίνει, πηγαίνει και δεν ξέρει πού θα περάσει τη νύχτα αλλά νιώθει πως τον οδηγεί ο Θεός, και η μοναξιά του πράσινου στο κτηματάκι εκεί πάνω, ο ήχος του ποταμού και των σκλήθρων εκεί κάτω, η μυρωδιά από τους φλόμους, το γέλιο και το κλάμα της Γκριζέντα, το γέλιο και το κλάμα της Νοέμι, το γέλιο και το κλάμα τα δικά του, του Έφις, το γέλιο και το κλάμα όλου του κόσμου, τρεμόπαιζαν και πάλλονταν μέσα στις νότες του αηδονιού επάνω στο μοναχικό δέντρο που έμοιαζε ψηλότερο από τα βουνά, με την κορυφή του ν’ αγγίζει τον ουρανό και την άκρη του τελευταίου φύλλου χωμένη μέσα σ’ ένα αστέρι.

Δεν είμαι εν τούτοις βέβαιος αν δεν αντιφάσκει προς την σιωπήν των Ευαγγελίων ακόμη και αυτή η χαριέσσα και απλοϊκή ιστορία· διότι, το παιδίον Ιησούς προπαρασκευάσθη διά το μέγα επί γης έργον του ησύχως και αφανώς, εν προσευχή και κατανύξει, εν τω μέσω των ηρέμων οικογενειακών ασχολιών του, — όπως ο Δαυίδ μεταξύ των ποιμνίων, όπως ο Ιερεμίας εις το ήσυχον σπήτι του εν Αναθώθ της γης Βενιαμίν, όπως ο Αμώς εις τα άλση τον συκομορεών της Θεκουέ.

Υπό την λευκήν και άπλετον λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των ηρέμων υδάτων, διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον βασιλέα και την βασίλισσαν, επί άλλης δε τους βασιλόπαιδας εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν των.

Η απομόνωσις και η ερημία τού έφερε την έμπνευσιν, τον έθετεν εις άμεσον επικοινωνίαν με τον ουράνιον Πατέρα του. Και αναμφιβόλως εζήτει την σπομόνωσιν ταύτην εις μακρούς περιπάτους ανά τους χλοάζοντας λόφους, υπό τας συκάς και τας ελαίας, εν τω μέσω ηρέμων αγρών, κατά τα μεσημβρινά καύματα και υπό τα άστρα της νυκτός.

«Και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς». Ακόμη και αυτός ο γέρων, όστις είχε προστατεύσει το βρέφος, ακόμη και αυτή η μήτηρ η εγκλείουσα εν τη καρδία της το σεπτόν μυστικόν της γεννήσεώς του, δεν ηννόησαν τελείως την βαθείαν έννοιαν των ηρέμων εκείνων λόγων.