United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν στον τόπο τους καθηγητές κ' ήρθαν εδώ για να πλουτίσουν τις γνώσες τους. Ήθελαν να ποτισθούν από της σοφίας την πηγή, όπως έλεγαν. Τέτοιοι έρχονταν συχνά στο σπίτι του νέου Ευμορφόπουλου και η ζωή του ως σήμερα πέρασε μαζί τους. Ζωή άχαρη αληθινά μα σημαντική κι αλησμόνητη σ' εκείνον και στη γενιά του.

Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει. — Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη. Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε. — Δεν ξέρω.

Αφού τα παιδιά του βγήκαν τόσο κακά, ήταν φυσικό τα οικονομικά του να πηγαίνουν χειρότερα. Εκεί που έναν καιρό άνθιζε και καρποβολούσε το απέραντο μετόχι του Ευμορφόπουλου, σήμερα δεν απλώνεται παρά μια Σαχάρα. Η γη χρόνον το χρόνο γκαστρώνεται κι απορρίχνει, απορρίχνει και γκαστρώνεται· δε βγάζει πια στο φως παρά ζιζάνια.

Ποίος μπορούσε αλήθεια να φαντασθή πως η γυναίκα του Ευμορφόπουλου θα είχε ένα τέτοιον επικήδειο ; Και η σκέψη εκείνη, πολύ θλιβερώτερη από το θάνατο του έφερε δυνατό λυγμό κ' έπεσε απάνω στο λείψανο·Αχ! μαννούλα μου!., μαννούλα μου!.. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε κι ο Αριστόδημος το λόγο του.

Οι παλιοί κολλήγοι του Ευμορφόπουλου σκόρπισαν από το χτήμα σαν του λαγού τα παιδιά. Ένας με τον άλλον πήραν όλοι τα μάτια του· Άλλοι πήγαν και ρογιάστηκαν σε γειτονικά χτήματα, άλλοι τράβηξαν πάρα πέρα, γυρεύοντας τύχη. Κ' έκαναν ό,τι δουλειά εύρισκαν άλλοι ζευγάδες, άλλοι βοσκοί, άλλοι ψιλικατζήδες, χαλκιάδες, και καλόγεροι ακόμα.

Και όμως θέλει και πρέπει να το κρατήση. Είνε μεγάλο κατόρθωμα. Ένας πρόγονος του Ευμορφόπουλου το είπε τόσο δυνατά και τόσο μεγαλόπρεπα σ' ένα του λόγο Επιτάφιο. «Εκείνο που μας άφησαν οι παππούδες μας, είπε, δεν το χάσαμε παρά το μεγαλώσαμε κι όλας». Τι ευτυχισμένοι άνθρωποι αληθινά! Εκείνος που είνε σε θέση να το ειπή κ' εκείνοι που μπορούνε να τ' ακούσουνε χωρίς απιστιά.

Εκεί λημέριαζαν οι αντρειωμένοι, ρίχνανε το λιθάρι, πάλευαν για την Πεντάμορφη και της Κάτω γης ο γιος ανέβαινε να χαροκοπήση. Ό,τι πης πράμαθάμα εκεί πάνου ήτανε. Το σπιτάκι βρέθηκε χτισμένο στο σύνορο. Έσμιγε και χώριζε το μετόχι του Ευμορφόπουλου από το μετόχι του Χαγάνου. Η αυλή του έπαιρνε κι από τους δυο.

Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.

Μαθαίνουν στο κρασί τα λόγια και τους σκοπούς που θα βάλη αργάγλήγορα στο χείλη των γλεντζέδων. Εκεί ψηλά που την ξόρισε η απονιά του Χαγάνου κ' η περιφρόνηση του Ευμορφόπουλου, τίποτ' άλλο δε φυτρώνει από το κλήμα. Φύτρωσε απομοναχό του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους το καλλιέργησαν. Ένα κλήμα ήταν και τώρα δασοφύτρωσε. Κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο.