Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Μετ' ενόχου συνειδήσεως παραμερίζει τότε από την λάμπουσαν πυράν υπό τον θολωτόν πυλώνα της αυλής, καθώς το λάλημα του αλέκτορος πλήττει το ους του. Η ανακωχή υπήρξε βραχεία δι' αυτόν. Η θυρωρός, ήτις είχε και καθήκον να εφιστά την προσοχήν επί τους υπόπτους ξένους, είχε φλυαρήσει, ως φαίνεται, περί αυτού προς την θεραπαινίδα ήτις την είχεν αναπληρώσει πλησίον της θύρας.
— Ο Καλλικάντζαρος! Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθήσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα. Η φωνή αύτη μ' εξήγειρε του ύπνου. Το όνειρόν μου έπαυσε.
Και ο πάτερ-Γαλακτίων και ο Μανώλης ατενίσαντες προς τ' άνω, όπου ακτινοβολούσεν ο κάτασπρος Χριστός με λάμπουσαν ήδη, χιονισμένην την οροφήν, έκαμαν τον σταυρόν των. Ο Μανώλης βεβαίως τον έβλεπε τον καιρόν, αλλά δεν τον εφοβείτο.
Θέλων δε να μάθω περί αυτών σαφές τι παρ' ούτινος δήποτε ήθελον δυνηθή, έπλευσα εις την Τύρον της Φοινίκης, ακούσας ότι υπήρχεν εκεί ναός αφιερωμένος εις τον Ηρακλέα, και είδον τον ναόν τούτον πλουσίως κεκοσμημένον από πολλά αναθήματα. Περιείχε δύο στήλας· την μεν εκ χρυσού απέφθου, την δε εκ σμαράγδου λίθου, λάμπουσαν κατά την νύκτα ζωηρώς.
Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της αναξυρίδος του.
Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος. Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην.
— Βρε Σπύρο μου, βρε Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου!, τω έλεγεν ο Γέρω-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέρων, με λάμπουσαν εξ αγαθότητας ψυχήν ως το λαμπρόν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εις τον ιδρώτα, με την σκαπάνην εις τας χείρας, μέσα εις τα χώματα των αυλακιών μέχρι γονάτων. Δεν κάνεις καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλ' αυτό μόνον έλεγε. Καθώς ο γέρων Ηλεί της Παλαιάς Γραφής.
Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με δάκρυα: — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή καδένα! Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς: — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!
Με κάτι γαλάζια μεταξωτά μανδήλια εις την ξανθήν κεφαλήν της, ως ουρανού κυάνεον, σκιάζον το ροδόχρουν προσωπάκι της· με κάτι ερυθρόχρυσα περιλαίμια πλεκτά, ως πτηνόν τυλιγμένην, ισταμένην εκεί, παρά την λάμπουσαν εστίαν του οίκου των του νεοκτίστου, νεόνυμφον εστίαν, μοσχοβολούσαν νεότητα και ζωήν, και με αγάπην βλέπουσαν τα σπινθηροβολήματα ενός καιομένου πρίνου, της χρυσοκόκκιναις πολλαίς σπίθαις του, οπού επετούσαν επάνω, με πάταγον συνεχή, ως με φωτόλαμπρον χαιρετισμόν, χαιρετίζουσαι τον ταξειδιώτην, οπού φθάνει σήμερον-αύριον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν