Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Άκουσε, Γιώργο· είπες πως θάρχεσαι να με θωρής. Να μην έρχεσαι. Θέλω να μην έρχεσαι και θέλω για το καλό σου να μην έρχεσαι. Δε σου το λέω, γιατί φοβούμαι τση μάνας σου και του κόσμου τα λόγια. Εδά μπλειο δε φοβούμαι πράμμα. Και τόσο χαμήλωσε τη φωνή της, που μόλις άκουσα την επόμενη φράση: — Εγώ δεν είμαι μπλειο σ' αυτό τον κόσμο. — Μα φοβούμαι, εξακολούθησε, την αμαρτία.

Μόνο με το να μη δίδη ο νόμος να παίρνουν οι χριστιανοί πολλές γυναίκες μονομιάς, πάρε τη μια εδά, κύστερα από δέκα-δεκαπέντε μέρες την άλλη κ' ετσά σένα χρόνο μέσα θα τσι πάρης όλες. Ο γυός εσυβάστηκε κ' εστεφανώθηκε τη μια. Και σαν επεράσανε δεκαπέντε είκοσι μέρες πάει ο κύρης του και τόνε βρίσκει.

Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θαρθώ στο χωριό. Ω πως τανεζητώ!...» — Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σούγραφα κεγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχη και φύγης απού το σκολειό και θάτονε πολύ κακό για σένα. Τάλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;

Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανώλης κατεβλήθη, αφωπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του. — Να σε μάθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος. — Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανώλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν