United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί τον εύρεν η αυγή, εκεί και η ημέρα. Κατά το διάστημα τούτο εστέναξε πολλάκις και με τους στεναγμούς εκείνους φαίνεται εξητμίζετο η κουζουλάδα του και τον αφήκε ναντικρύση με ψυχραιμίαν την κατάστασιν. Αλλά τι συνέβη ακριβώς εις την κουζουλήν εκείνην κεφαλήν δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν.

Εάν εννοήσουν ότι είνε ζηλότυπος, ο τάδε, του λέγουν, έκαμε νεύμα προς την γυναίκα σου κατά το δείπνον και στραφείς προς αυτήν εστέναξε, η δε Στρατονίκη δεν τον έβλεπεν με δυσαρέσκειαν. Εν γένει δε αι προς αυτόν διαβολαί έχουν χαρακτήρα ερωτικόν και μοιχικόν.

Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Αλλ' έχω λάβει την απόφασιν. — Ποίαν απόφασιν; — Τούτο θα είνε η θεία δίκη, είπε μυστηριωδώς ο Σχολάριος. — Ούτω λοιπόν ουδεμίαν ελπίδα τρέφεις; είπεν ο Πλήθων. — Ουδεμίαν. Οι βάρβαροι μέλλουσι να κυριεύσωσι την πόλιν. Εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται. Ο Πλήθων εστέναξε. — Δεν φρονείς και συ το αυτό; — Ουχί, είπεν ο Πλήθων. Νομίζω ότι οι αρμόδιοι πρέπει να μη απελπισθώσι. — Τίνες αρμόδιοι;

Το ηύρα το ηύρα!... Και εθώπευε τον κύνα. — Ω διάβολε, και φαίνεσαι, είσαι καλοθρεμμένο σκυλί. Έπρεπε να το καταλάβω. Ναι, ναι. Φαίνεσαι όπου ζης από μοναστηριακά κομμάτια. Και μάλιστα από καλόγρηαις! Και τι καλόγρηαις! Ο Θευδάς εστέναξε. Την αυτήν στιγμήν ηκούσθη βήμα όπισθεν των θάμνων και φύσημα ανθρώπου ερχομένου εκ μακράς οδοιπορίας, κεκμηκότος.

Ήτο απηλπισμένος πλέον από τας ερωτικάς επιχειρήσεις, εντελώς απηλπισμένος. Και ενώπιόν του παρουσιάζετο ως αναπόφευκτον πλέον το δεύτερον μέρος της αποφάσεώς του· η απαγωγή. Αφού δε επ' ολίγον εσκέφθη, είπε προς την χήραν: — Να πης της θυγατέρας σου πως θα τήνε κλέψω. Εβαρέθηκα μπλειο. Η χήρα εστέναξε και πάλιν· έμεινε δε και τον παρετήρει απομακρυνόμενον, έως ότου έπαυσε να φαίνεται.

Αυτό δε το πτωχόν εκατάλαβεν ότι δεν το καλοβλέπουν οι μεγαλοπρεπείς του συγκάτοικοι, και εμελαγχόλησε. Εκεί καταβαίνει εις το περιβόλι μία νέα με έν μεγάλον ψαλίδι εις το χέρι, προχωρεί προς τους λαλέδες και κόπτει ένα, κόπτει δύο, κόπτει ένα σωρόν. —Αχ! εστέναξε το χαμόμηλον. Φρίκη! Κρίμα τα ωραία άνθη! Η νέα έφυγε με το ψαλίδι εις το έν χέρι και τους κομμένους λαλέδες εις το άλλο.

Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και εξηκολούθησε πνευστιών: — Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν, αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . .

Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ηρέμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση. Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι.