Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Ή μήπως της επόνεσε κ' εκείνης το δόντι γι' αυτόν και ηθέλησε να της τον πάρη;. . . Ω, τρομάρα της· το ψάρι θα της ψήσητα χείλη!. . . Κ' εκείνον τον Γιάννο τον αχάριστον, εις τον οποίον επρόσφερε τον παράδεισον και αυτός τον ηρνήθη, θα τον κάμη να το μετανοήση πικρά· θα υποκύψη εις τας επιθυμίας της για το πείσμα, για να σκάση ο διάβολος κ' έπειτα ξεύρει τι θα του κάμη!. . .

Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκάμαρο. Τρέμουντρίζουν τα βουνά!

Κρυώνεις, Γιάννο μου; ηρώτησεν η Μάρω, κύπτουσα προς αυτόν φιλοστόργως. — Ναι, πολύ· είπεν ούτος τουρτουρίζων. — Και δεν επήρα το σεγούνι μου.

Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κ' επανέλαβεν εντονώτερον τας φωνάς του: — Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια, για του Γιάννου το κεφάλι. Μάρω μου!. . . . . . . Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν. — Τι έχεις, Γιάννο μου; — Να φύγωμε!

Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.

Διηυθύνθη λοιπόν προς τα εκεί, ακόμη περισσότερον τόρα ανυπόμονος να ίδη τον Γιάννο, ωθουμένη μάλλον εξ επιθυμίας προς αυτόν ή από μητρικού φίλτρου προς την Μάρω, έκραξε κ' εκεί αλλά καμμία απάντησις· και του σκύλου το γαύγισμα είχε παύσει: — Τι διάβολο έγειναν; εψιθύρισεν εν αγανακτήσει, σταθείσα. Αίφνης ιδέα τις διήλθε του νου της.

» Και το Γιάννο ν’ αγαπήση-ήση-ήση-ήση.... » Όσο εδώ στον κόσμο ζήση, -ήση-ήση-ήση.... » Με καρδιά και με ψυχή-χή-χή-χή.... » Ως την ύστερη πνοή, -ή-ή-ή— » Κι’ ως τη μαύρη μέσα γη-η-η-η.... » Η αγάπη της να ζη-η-η-η...»

Και τόρα εντός του μικρού δωματίου των, εις την κλίνην, εις τα καθίσματα, εις τας γωνίας, εις όλα τα έπιπλα αυτού διαβλέπουσα τον Γιάννο, πάντα τον Γιάννο, εις τον ελάχιστον θρουν νομίζουσα ότι ακούει το πάτημά του, ότι διακρίνει την φωνήν τον, στενάζει απαρηγόρητα, ως ο Ιακώβ προ των αιμοφύρτων ενδυμάτων του Ιωσήφ. Πόσα έχασε με τον χαϋμόν αυτού!

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν