United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Ο Βινίκιος έλαβε τον λόγον: — Ειπέ εις τους δεσμοφύλακας τους ανήκοντας εις την μερίδα μας να την θέσουν εντός φερέτρου, ως νεκράν. Ευρέ ανθρώπους διά να την απαγάγουν μαζί με σε την νύκτα. Πλησίον των Δυσωδών Λάκκων θα υπάρχουν άνθρωποι με φορείον· εις αυτούς θα παραδώσετε το φέρετρον.

Η στάσις των Ιουδαίων κατά τινα δευτέραν ευκαιρίαν ήτο ίσως ολιγώτερον δικαιολογημένη, αλλά θα ηδύνατο ευκόλως ν' αποτραπή, εάν ο Πιλάτος είχεν εκμελετήσει τον χαρακτήρα των ολίγω προσεκτικώτερον, και έτρεφε περισσότερον σέβας εις την δεσπόζουσαν τούτων δεισιδαιμονίαν. Επειδή η Ιερουσαλήμ έπασχε πάντοτε εκ λειψυδρίας, ο Πιλάτος επεχείρησε να κτίση υδραγωγείον, από των Λάκκων του Σολομώντος.

Το αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, — όλα ήσαν προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων. — Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων. — Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω παρά τους τοίχους.

Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί των κάρρων. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί του απέβησαν επίσης άκαρποι.

Εν τοσούτω ο Βινίκιος ανεζήτει εις μάτην την Λίγειαν και τω επήλθεν η ιδέα ότι δεν θα την έβλεπε πλέον ζωντανήν. Ευτυχώς ο φύλαξ των Λάκκων ήλθεν εις βοήθειάν του. — Πρέπει να μεταφέρετε τους νεκρούς αμέσως, είπεν ούτος, εάν δεν θέλετε να αποθάνετε σεις και οι φυλακισμένοι. — Είμεθα δέκα δι' όλα τα υπόγεια, παρετήρησεν ο δεσμοφύλαξ, και όμως πρέπει να κοιμηθώμεν.

Είξευρεν ότι ο Ναζάριος, παρ' όλα τα εμπόδια, είχε κατορθώσει να εισέλθη εις το δεσμωτήριον, ως νεκροπομπός. Απεφάσισε και αυτός να καταφύγη εις την ιδίαν μέθοδον. Αντί αδροτάτης αμοιβής, ο φύλαξ των Δυσωδών Λάκκων τον προσέλαβε τέλος εις τον αριθμόν των υπηρετών, τους οποίους έστελλε την νύκτα να μεταφέρωσι τους νεκρούς από τας φυλακάς.

Και τι λένε; Ακκούμπησε στο παράθυρο, βγήκε ο μισός έξω και τήραξε περίεργα το σκοτεινό μαγνάδι των λάκκων. Το φεγγάρι πρόβαλε ξαφνικά πίσω του κ' έχυσε φως κάτασπρο στην απλωσιά. Ολόγυρα τα ξερριζωμένα κορμόδεντρα, τα κούτσουρα των αμπελιών, τα στάχυα, τα κωλορρίζα του καπνού, οι ελιές κοίτονταν πτώματα. Το μετόχι έμοιαζε μ' ανθρωπομακελλειό.