United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νομίζεις ότι δεν γνωρίζομεν τίνος πατρός είσαι τέκνον, πως η μητέρα σου επορνεύετο, πως έπνιξες τον άδελφόν σου και μοιχεύεις και τους νέους διαφθείρεις, λαιμαργότατε και αναισχυντότατε; Αλλά διατί φεύγεις; Περίμενε, διότι θέλω και να σε δείρω• θα σε σφάξω με αυτό το κεραμίδι, φαυλότατε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είναι ο Αχιλλεύς, ο υιός της θεάς, διά τον οποίον ήλθες εδώ εις την Αυλίδα. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Θεραπαινίδες, ανοίξατε μου γρήγορα την θύραν να κρυβώ εις την σκηνήν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πως φεύγεις, κόρη μου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Εντρέπομαι να ιδώ τον Αχιλλέα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Διατί; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η δυστυχής έκβασις του μελετηθέντος γάμου μοι φέρει εντροπήν.

Κατά την εποχήν εκείνην ένας γιανίτσαρος, μεταβαίνων από του ανατολικού μέρους της Κρήτης εις το δυτικόν, εσταμάτησεν εις τον Αποκώρωνα, όπου τον εφιλοξένησεν ένας παπάς. Όταν δε ετοιμάσθη να εξακολουθήση την πορείαν του, ο παπάς του είπε: — Το καλό που σου θέλω, αγά, μείνε και αύριο φεύγεις. — Γιατί; — Γιατί θα σε πιάση βροχή στο δρόμο. — Πώς το ξέρεις;

Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 όπως και οι δυοτην κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φεύγεις; γιατί εγώ ευθύς θα σε τσακίσω κεντώντας σ' από πίσω, σαν άλογο ζευγμένο απ' όξω απ' το ζυγό! ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Τι είνε ν' αγαπά κανείς τα πράματα πούνε κακά! Θαρρώ πως γρήγορα θα βρη εκείνο που γυρεύει: ήθελε νανε ικανός ο γυιός του, ν' αγορεύη, κι' όλα τα δίκηα να νικά με εναντία γνώμη, λέγοντας και παμπόνηρα, μ' όσους βρεθή, ακόμη. ΣΚΗΝΗ ς'. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, πατέρα.

Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Ο Ιούδας τους είπε: καλύτερα να τον πουλήσουμε στους Ισμαηλίτες παρά να τον σκοτώσουμε. Έτσι και έκαναν. Την ξέρεις την ιστορία του εβραίου Ιωσήφ; Λυπάμαι που φεύγεις, αλλιώς θα σου την έλεγα.» «Όχι, δεν φεύγω», είπε ο Έφις, «θα σε συνοδεύω από τώρα και στο εξής. Θα οδηγούμε από το χέρι ο ένας τον άλλο

Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε. — Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα; — Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος. — Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος; — Εγώ; — Συ βέβαια. — Εις τι απάνω; — Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου. — Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με.

Και παρ’ όλη την έκπληξη της Νοιέμι, που παρακολουθούσε με την κόγχη του ματιού όλες τις κινήσεις του, εκείνος δεν ξαναέβαλε το κρεμαστάρι στη θέση του και κίνησε να φύγει. «Έφις; ΦεύγειςΣταμάτησε με χαμηλωμένο το κεφάλι. «Δεν θα περιμένεις την Έστερ; Θα γυρίσεις για το ΠάσχαΈνευσε πως όχι. «Έφις, σ’ έχω προσβάλει μήπως; Σου είπα κάτι κακό;» «Κανένα κακό, κυρά μου.

Μπορεί να είναι κανένας εύθυμος, σε τέτοιες στιγμές; Φεύγεις λοιπόν αμέσως; Το έχεις αποφασισμένο; ΛΕΛΑΦεύγω δηλαδή με το πρώτο βαπόρι. Ίσως αύριο, ίσως μεθαύριο. Εννοείς αν συναντηθούμε ακόμη, θα είναι σα να μη γνωριζόμαστε. Κανένας φόβος σκανδάλου δεν υπάρχει. Γι' αυτό. να είσαι βέβαιος. ΦΛΕΡΗΣΛέλα, Λέλα, τι λόγια είναι αυτά; ΛΕΛΑΑς είμαστε εύθυμοι.