Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Καιτο καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• καιτο φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, 'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. Ραψωδία Σ

Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς.

Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.

ΙΑΤ. Χαιρόμενες εβίβα σας· περαστικά τ' αρρώστου, αν θέλη τίποτες φαγί, τη σούπα μόνε δος του, διέτα, νηστείγια φοβερή, τίποτες να μη φάγη, γιατί αν δεν προφυλακτή στον άδη θε να πάγη, κρομύδια π' ουν μαλαχτικά, πράσα καλά βρασμένα, δόστε του το ζουμάκι τους· καλά ν' αν σουρομένα, χαιράμεναις έχετε για. Αύριο πάλ' ερχέμε. ΓΑΡ. Να ζήσης να σ' εχέμε. Κανέλα και Γαρούφω

την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.

Με πάτημα γοργό. 1260 Τα διο θηρία τότε Με πόνου στενασμό, Ω τρέλα! λεν' ω γνώμη Χωρίς συλλογισμό! Μαλόσαμαν οι άθλιοι 1265 Σχεδόν ως τη σφαγή, Τοιμάζοντας και μόνον Της Αλουπούς φαγί. Γ έ ρ ο ς και Θ ά ν α τ ο ς. Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγγη, Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε, 1270 Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο, Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη.

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.

Και με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.

Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και τα έτρωγαν με πολύν πόθον.

Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί. — Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει. Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά. Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν