United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω πρέπει να είνε, είπεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν ο Πλήθων, εκλαβών την έκπληξιν της νεανίδος ως δισταγμόν εκ παρθενικής απορρέοντα δειλίας. — Η Αϊμά εσίγα. — Λοιπόν θα σας νυμφεύσω, επανέλαβε φαιδρώς ο φιλόσοφος. Ναι, από πολλού επεθύμουν να συμπέση τοιαύτη περίστασις, προσέθηκε μάλλον μονολογών.

Χείρες κεραυνοφόροι, Μόνον νώτα υποφέροντα Τας πληγάς· αν το δίκρανον Του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον εσίγα. Διά παντός μοιράσατε Θείαι παρθένοι την δίκην· Διά παντός χαρίσατε Των ανθρώπων αισθήσεις Υψηλονόους. Αφρίζουν τα ποτήρια Της αδικίας, δυνάσται Πολλοί και διψασμένοι Ιδού τ' αδράχνουν· γέμουσι Μέθης και φόνου.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.

Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα. Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην. Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος.

Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε·Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν.

Αλλ' ως προς τα θρησκευτικά, αν έγραψα κατά σου, έγραψα εκ πεποιθήσεως. Ο Πλήθων εσίγα. — Και πάλιν δεν περιήλθον εις την υπερβολήν, εις ην έφθασαν άλλοι. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είσαι άθεος, ω Πλήθων, και ότι επιθυμείς να διαδώσης εις το έθνος τούτο δόγματα ολέθρια και άκαιρα όλως. Λέγω μόνον ότι είσαι ισχυρογνώμων.

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.