United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί ελάγκευαν εδώθεκείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο.

Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κοίτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξη, και θα τη βρω. Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ' αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσαν: δυο δυο και τρεις, τρεις, πότε τούρκοι, πότε δικοί μας.

Εσκεπτόμην ολίγον την ματαιωθείσαν εις Αγγλίαν αποδημίαν, μου ήρχετο κατά νουν η τρομερά εκείνη εν τη αγορά παραζάλη, ότε έτρεχα άκων εν μέσω των Τούρκων, εφανταζόμην που και που, ότι έβλεπα ενώπιον μου τον Πατριάρχην επί της αγχόνης, αλλά τα δυσάρεστα φαντάσματα απεδίωξε βαθμηδόν της σωτηρίας η συναίσθησις, η προσδοκία της μετά της μητρός και των αδελφών μου συναντήσεως και αι γλυκείαι της παιδικής ηλικίας αναμνήσεις.

Αυτός ήξερε πούτον πηγή ή αρόλιθος . Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι. Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψου. Όταν από κεί πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κη θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σαν νάμουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου.

Ήτον η τελευταία φορά όπου θα έβλεπα εις τα ερημικά εκείνα μέρη την εξαδέλφην μου Μαχούλαν. Την πρώτην φοράν, προ ετών είκοσι, την είχα συναντήσει εις το βάθος δρυμώνος, πλησίον αρχαίου παμμεγέθους σηκού ή τεμένους εκ γιγαντιαίων μαρμάρων, το οποίον πιθανόν να ήτο ναός των θεών, της προ του Προμηθέως εποχής.

Διότι, α ς σ' έ π ι α ν ε ν η θ ά λ α σ σ α και σ' έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά ν' απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν προτήτερα.

Το Βαγγελιό δε μετάρθε στο σπίτι μας κάμποσες μέρες. Αλλ' ήτον και μεγάλη βδομάδα και την έβλεπα στην εκκλησία ή έξω. Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια τον χωριού σκόρσαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάη μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κείχανε συνορισιό ποια να συνθέση την ωραιότερη.

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.

Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα· Άμα φτάσω, έλεγα, είχα δεν είχα παράδες θα την έπαιρνα. Θα εχρέωνα το παλιόσπιτο! Ευγνωμοσύνη άμετρη αισθανόμουν για τη σωτηρία μου κ' έλεγα τον εαυτό μου χρεοφελέτη και ήθελα να την βαρυπληρώσω. Έστειλα γράμμα της θείας της από την Πόλη και της έλεγα να ετοιμασθούν για τον γάμο και πλακώνω.

Πλήρωσα και βγήκα στην είσοδο του ξενοδοχείου και περπατούσα πέρα δώθε· μου είταν αδύνατο να σταθώ σε μια θέση, αδύνατο να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. «Το παιδί μου πεθαίνει», είπα του πορτιέρη· «γι' αυτό είμαι τόσο νευρικόςΔοκίμασα να του χαμογελάσω για να του δώσω να εννοήση πως το έβλεπα κι ο ίδιος πως ο τρόπος μου είταν παράλογος.