Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Η μεγαλείτερη όμως σκάση μου ήταν όταν έβλεπα εις τες εφημερίδες, πως οι άλλοι Συριανοί κομματάρχες είχαν όλοι διορισθή άλλος αστυνόμος, άλλος εισπράκτορας, άλλος ζυγιστής εις το τελωνείο και ο μασκαράς που έδειρα, τροφοδότης εις το Λαζαρέτο. Μόνον η δική μου σειρά δεν ημπορούσε να έλθη.
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ' ότου ωρισμένοι τύποι γυναικών μου άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ' αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα όταν με επλησίαζαν, μου μιλούσαν και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερα να νιώθω πως η αγάπη μου γι' αυτές ήτο κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικώτερο από κοινή και απλή αγάπη.
Τη στιγμή που ήμουν πλούσιος κι' έβλεπα, ένα πολύ ευχάριστον όνειρον και ήμουν σε μεγάλη ευτυχία, μ' εξύπνησες με μια τρομερά φωνή.
Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου, που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου αδερφωμένη μας ευχόταν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
ΠΕΤ. Δεν είχε κανένα λόγον σπουδαίον αυτή η απαγόρευσις, αλλ' έβλεπα ότι αν έλεγα τα συνειθισμένα και όμοια με τα λεγόμενα υπό των πολλών, δύσκολα θα προσείλκυα τους ανθρώπους και δύσκολα θα τους έκανα να με θαυμάζουν, ενώ όσον πλέον παράξενα έλεγα και έκανα, τόσον σοβαρώτερος και σοφώτερος θα εθεωρούμην.
Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.
Έβλεπα να λάμπουνε στο σκοτάδι οι σπίθες από τα πέταλα των αλόγων, αιστανόμουνα πως έβρεχε λιγότερο τώρα κ' έβλεπα την τοποθεσία να φεύγη γύρω μου σα σκοτεινή φαντασμαγορία και μιλούσα όλη την ώρα με τον εαυτό μου ακατανόητα λόγια, που δεν εννοούσα πώς μου ερχόντανε στα χείλη.
Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της.
— Ποιος ξέρει πού θα με βγάλη αυτός ο δρόμος! είπα μέσα μου. Έκαμα ωστόσο ακόμα λίγα βήματα, ως που έχασα πίσω μου τη μεγάλη στράτα κ' η βοή του κόσμου άρχισε να σβύνεται σταυτιά μου. Μπροστά και πίσω μου έβλεπα μια λουρίδα άσπρη, μονότονη, χωρίς τέλος. Άρχισα να βαρυέμαι και να μου πιάνεται η αναπνοή μου, όχι τόσο απ' τον κόπο, όσο απ' τη στενοχώρια.
Και τότε πλήρης θριάμβου, πλήρης ζωηρών τέρψεων και ελπίδων αιθερίων, έβλεπα διανοιγόμενον βαθμηδόν έμπροσθέν μου το μακρύ μονοπάτι, το λαμπρόν και απάτητον, δι' ου έμελλα επί τέλους να φθάσω εις σοφίαν τοσούτον θείαν και πολύτιμον· οπόση όμως υπήρξεν η θλίψις μου, ότε, μετά παρέλευσιν ετών τινων, είδα αφιπταμένας και εκλιπούσας τας ελπίδας μου ταύτας!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν