Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Ενόμιζα ότι θα την διασκεδάσω καπνίζων, αλλά δεν αντικαθιστά ο καπνός το νερόν. Με ηύφρανεν η προσδοκία ότι θα δροσισθώ κάτω εκεί υπό τα δένδρα, προς τα οποία επλησιάζομεν. Άνωθεν έβλεπα ολόκληρον το σώμα μας καταβαίνον οφιοειδώς προς τον αιγιαλόν. Οι πρώτοι των προπορευομένων προσήγγιζον εις την στενήν επίπεδον κοιλάδα. Ολίγα έτι λεπτά και θα είμεθα και ημείς υπό την σκιάν των δένδρων.

Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ' έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου αγκαλιάσματα.

ΜΑΚΒΕΘ Λέγε μου το! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Εκεί που είχα να φρουρώτην κορυφήν τον λόφου, προς την Βιρνάμην έβλεπα, και έξαφνα μ' εφάνη ότι το δάσος προχωρεί. ΜΑΚΒΕΘ Κατηραμένε, ψεύτη! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Εάν σου λέγω ψεύματα, να πέσωτην οργήν σου! Αυθέντα, βλέπεις κ' έρχεται, εδώ και τρία μίλια. — Σου λέγω, δάσος κινητόν!

Εν γένει πάντα όσα έβλεπα εις το ποικίλον εκείνο και πολύμορφον θέατρον ήσαν γελοία.

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!

Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά- βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά.... ». Παρέκει, πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ' αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο, και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα μαθήματα.

Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι.

Εγώ δεν εκοιμώμην. Εκαθήμην στηρίζων την κεφαλήν επί του ιστού και έβλεπα τα νέφη και τους ανά μέσον των νεφών φαινομένους αστέρας, ο δε νους μου ήτο όλος εις την Ανδριάναν.

Έσκυψα κ' έβρεξα με νερό τη γλώσσα και τα χείλη της και κοίταξα το πρόσωπό της όσο που θολώσανε τα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτε πια! Ωστόσο πίστευα πως είμαι κοντά της κι αν της έμενε μια ανάμνηση, πουάφταστη σε μένα, χωρισμένη απ' όλα όσα ονομάζουμε θνητή ύπαρξηγυρνούσε γύρω στην ίδια της ζωή, ήξερα πως είμουνα και γω εκεί μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν