Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Επειδή αν κι ο διάδοχος του Ιοβιανού, ο Βάλεντας, τον ξόρισε πάλι, γλήγορα όμως τον ανάγκασε η ορθόδοξη Ρωμιοσύνη και τον ξανάφερε, και τον άφησε να ζήση ειρηνικά ως το τέλος του. Ξαναείδε λοιπόν άσπρη μέρα ο Χριστιανισμός από τον Ιοβιανό. Άνοιξαν πάλε οι Εκκλησιές, και οι αρχαιολάτρηδες ξούρισαν κι αυτοί τα γένεια τους για να φαίνουνται πιο ταιριαστοί με τους καιρούς.
Πράγματι, το μόνο καλό φόντο για δράμα με τη φορεσιά της εποχής μας, που είδα στη ζωή μου, ήταν η βαθειά γκρίζα και άσπρη, σαν της αφρόκρεμας το άσπρο, σκηνή της πρώτης πράξεως του έργου Princesse Georges , που παρέστησε η κ. Langtry.
Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό!
Ο δικολάβος ο Κυρ-Δημητράκης, με το φανελένιο ποκάμισο με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι το ξεβαμένο. Ο Διαμαντής ο μοναχογιός της Κυρά- Πάβλαινας της χήρας, με την πελώρια στραβοφορεμένη ψάθα στο κεφάλι, να μην τον κάψη βραδυνάτα ο ήλιος. Ο Κυρ-Βαγγελάκης ο Εργοδηγός, με την άσπρη του ρεμπούπλικα ομορφοτσακισμένη στην πάντα.
Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κύτταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ' Άι-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, τούδωκε θάρρος.
Λεπτό περιδέραιο από χρυσάφι και πετράδια στολίζει το φωτεινό της μέτωπο: — Η Βασίλισσα! λέει σιγανά ο Καερδέν. — Η Βασίλισσα; λέει ο Τριστάνος. Όχι, είναι η Καμίλλη, η υπηρέτρια της». Έπειτα, σ' ένα ψαρρί άλογο έρχεται μια άλλη πειο άσπρη από το χιόνι του Φλεβάρη, πειο ροδαλή από τα τριαντάφυλλα. Τα λαμπρά μάτια της κάνουν μαρμαρυγές όπως τ' αστέρια στο καθαρό νερό της πηγής.
Ν' αρμέξω το κοπάδι, Να φας βουνίσιο αφρόγαλα κι' ανθότυρο, παγούδα άσπρη γλυκειά, σαν το γλυκό το αμάλαγο κορμί σου. Και σαν τα βγάλω αφ' τ' άρμεγμα και παν για να βοσκήσουν Τα γίδια 'ς τ' αγριοπρίναρα, τα πρόβατα 'ς τα πλάγια, Εμείς 'ς το φρύδι του αυλακιού, 'ς του ρουπακιού τον ίσκιο θα ξαπλωθούμε για δροσιά.
Πρώτος ένας ψηλός και λιγνός σα ρέγγα Άγγλος, με φαρδειά λινά ρούχα, με μιαν άσπρη κάσκα και τα λορνιόν του κρεμασμένα σταυρωτά από τον ώμο του.
Πρώτος τους τάδε ο Δομενιάς, των Κρητικών αφέντης, 450 τι παρακεί σε ξέφαντο καρτέραε καθισμένος. Φωνή από πέρα εκεί άκουσε — και τόνιωσε πιανού 'ταν — κι' είδε σε λίγο τ' άλογο μπροστά που πιλαλούσε, πανώριο, κόκκινο παντού εξόν πούχε άσπρη βούλα λες σα φεγγάρι στρογγυλή στο κούτελο γραμένη. 455
Η μια είταν άσπρη—ξέξασπρη και φόραγε χιονάτα, Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες, Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη, Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι, Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου, Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε... Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες, Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν