Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.
Οι δροσιστικές πρωινές πνοές ξανεμίζουν τα χρυσά μαλλιά στο μέτωπό της.
Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.
Είτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κ' οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχη και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν είτανε πια δική τους.
Είδαν την ημέρα ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι.
Εγώ επήρα λύχνον και εισήλθα μόνος και αφού ετοποθέτησα το φως εις το μεγαλείτερον δωμάτιον εκάθησα κατά γης και ήρχισα να διαβάζω ησύχως. Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ο δαίμων ο οποίος είχε μαλλιά μεγάλα και άτακτα και ήτο κατάμαυρος. Ενόμιζεν ότι είχε να κάμη με κανένα από τους πολλούς και ήλπιζεν ότι θα με ετρόμαζεν όπως τους άλλους.
Θα σοι είπω· διότι έτυχε να κάθημαι εις τα δεξιά του πλησίον της κλίνης, εις έν χαμηλόν κάθισμα· εκείνος δε εις κάθισμα πολύ υψηλότερον του ιδικού μου. Αύριον λοιπόν, είπεν, ίσως, Φαίδων, θα κόψης αυτά τα ωραία μαλλιά . Έτσι φαίνεται, είπον εγώ, Σώκρατες. Όχι αύριον, είπεν ο Σωκράτης, αν βεβαίως με πιστεύσης. Άλλα διατί; είπον εγώ.
Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·
Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.
Εν ριπή οφθαλμού δύο ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον έσυραν εις το εργαστήριον. — Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του διαδρόμου. Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν ερεθίσει και εμψυχώσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν