Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
ΚΟΡΔ. Τα κάτασπρα μαλλιά σου να ελεήσουν έπρεπε, κι' αν κόραι σου δεν ήσαν.
— Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!... Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη.
Κ' έλεγε τα λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ' έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω.
Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθή ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σαφίνουμε και μεγαλώνεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφινέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς.
Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.
Βλέπεις, αυθέντη, του λέγει, αν ετούτα τα μαλλιά είναι άξια κατάφρονήσεως· εξέταξε το πρόσωπόν μου σε παρακαλώ, και πες μου χωρίς κολακείαν τον στοχασμόν σου.
Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.
Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.
Ο Τζατσίντο κοίταζε τις γυναίκες που πήγαιναν στη λειτουργία, αυστηρές, αλύγιστες, με τετράγωνα, χλωμά πρόσωπα πλαισιωμένα από γυαλιστερά μαλλιά σαν μαύρο σατέν, με τα σφυρά γυμνά σαν της ελαφίνας, με όμορφα πασούμια στολισμένα με άνθη. Καθισμένες στο πάτωμα της εκκλησίας, με τους κόκκινους κορσέδες τους, σκεπασμένους με κεντημένα μαντήλια, έδιναν την εντύπωση ενός ανθισμένου κάμπου.
Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς καμμίαν αντίρρησιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν