United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα, που 'στά καλά καθούμενα μου 'κόλλησες σαν βδέλλα; Σιχαίνομαι τας αηδείς του βίου ποικιλίας, μη με θωρής ακίνητος και σέρνεις τα μαλλιά σου, μ' επαραχόρτασες και συ με τας διδασκαλίας και πάρε τα βρεμμένα σου και τράβα 'στή δουλειά σου. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φασουλή μου κακομοίρη, μαύρον τέκνον μαύρης γέννας, πώς δεν 'βρίσκεται κανένας όπως πρέπει να σε δείρη;

Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα; Κ' η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, τούλεγε πάλι λυπημένα: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό. Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε: — Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στάστρα, μη μ’ αφήσης μοναχό μου. Πάρε με μαζή σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.

Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.

Παρόμοιος ήταν 'ςτο πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος.

Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κτυπά αυτόςνομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτηςκαι ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος• διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι' εμαύρισε. ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή μεθυσμένος ήτο;

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, 195 που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Είπε, και τράβαε τα ψαρά μαλλιά του οχ το κεφάλι 77 και τα μαδούσε· μα εκεινού δεν τούπειθε τη γνώμη.

Τον καιρόν που αυτός την εύρισκε πολλά της αρεσκείας του και αποφάσισε διά να την αγοράση να που μία άλλη νέα, της οποίας τα ξανθά μαλλιά εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες της, και μάλιστα ήτον πλέον ωραία από την πρώτην, η οποία ήρχονταν προς αυτόν.