Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Κάθεται η νηά κι' ακαρτερεί 'ςτ' ακρογιαλιού τα βράχια. Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας, Και σπούνε μέσ' 'ςτά πόδια της τα κύματα με βόγγο. Ώραις τηράει το πέλαγο, ώραις τηράει μπροστά της, Νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο, Αν είδαν κάπου νάρχεται τ' αγαπημένου η βάρκα. Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε, Κι' αναστενάζουνε βαρειά βαρειά της νηάς τα στήθηα.

Οι μεγάλοι τον κύτταζαν ξαφνισμένοι σαν περνούσε, του μιλούσαν, του φώναζαν: «Αι! Αι! παλικάρι»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, χωρίς να δίνη απόκριση. Οι γυναίκες μόνο τον κύτταζαν με συμπάθεια και δεν του μιλούσαν. Μιλούσαν μόνο ανάμεσό τους για το χλωμό του πρόσωπο, τα μακρυά του μαλλιά και τα μεγάλα βαθουλωμένα μάτια τον, μιλούσαν για το γλυκύ παράπονο που ήτανε χυμένο στην όψη του.

Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της.

Πιάστε την! πλεξίδες απ' τα μακρυά μαλλιά της να μείνουν κολλημένες στου Παρνασσού τους βράχους, εκεί, που το κορμί της θα πέση από ψηλά. ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι! Μη με σκοτώσης. . . ω! όχι! σ' εξορκίζω στόνομα το δικό μου και στου θεού αυτό! ΙΩΝ Και τάχα ο Απόλλων με σε τι σχέσιν έχει; ΚΡΕΟΥΣΑεκείνον παραδίδω το σώμα μου ιερό. ΙΩΝ Κι' όμως τον άνθρωπό του ήθελες να σκοτώσης.

Αλλά διαβάστε αίφνης μιαν αυθεντία, όπως ο Αριστοφάνης, θα βρήτε πως οι Ατθίδες κουμπώνονταν σφιχτά, φορούσαν σανδάλια με ψηλά τακούνια, βάφανε τα μαλλιά τους κίτρινα, έβαζαν κοκκινάδι στο πρόσωπο κ' έμοιαζαν απαράλλακτα οποιαδήποτε σημερινή ανόητη της μόδας ή πεσμένη γυναίκα.

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε!

Όλα τα ξώρκια είπε, μα κανένα δεν επιτύχαινε. Τα ξωτικά που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά στα πόδια του, τόρα εγύριζαν κοντά και τον επεριγελούσαν, του ετραβούσαν τα γένεια κ' έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του μαλλιά. Κ' εκείνος δεν ημπορούσε να καταλάβη τι έτρεχε, τάχα γιατί τα μάγια του έχασαν τόσο τη δύναμί τους. Έπεσε στη σκέψι και άρχισε ν' ανασκαλίζη με τον νου τα περασμένα.

Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.

ΛΥΣ. Όχι, αλλά έλα τώρα να πιούμε• ας πιή και η Πυθιάς μαζή μας, διότι είνε δίκαιον να λάβη και αυτή μέρος εις τας σπονδάς. ΙΟΕΣ. Ας μείνη. Αλλά τι έπαθα εξ αιτίας σου, λεβέντη Πυθία. ΠΥΘ. Εγώ όμως πάλιν σας εσυμφιλίωσα, ώστε μη θυμώνης μαζή μου. Πρόσεξε όμως, Λυσία, μην πης σε κανένα για τα μαλλιά μου. Λεόντιχος, Χηνίδας και Υμνίς.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν