Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.
Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση; Αδύνατον!
Περί την μεσημβρίαν δε ήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, παχέως και δυσκρινώς ομιλών, ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους.
Τη δείχνει, ορθή που στέκεται, κορμί πανώριας κόρης, Οπώχει σκόρπια τα μαλλιά και χαλασμένες πλέξες, Οπώχει κόρφους ανοιχτούς, πώχει ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα μαύρα Μυρτιάς, αρείκης θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα. Τη λέγουν «Χρύσω» οι πιστικοί που γύρω εκεί σταλίζουν.
Βοσκοί, δεν είμ' ωμορφονειός; πέτε μου την αλήθεια· ή μήπως έξαφνα ο θεός άλλαξε τη θωριά μου; γιατ' άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε κ' εσκέπαζε κ' εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου όπως του δένδρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει· και τα μαλλιά σαν σέλινα μούπεφταν στα μηλίγγια, κ' είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ' τα μαύρα φρύδια, κ' ήταν τα δυο τα μάτια μου πιο χαροπά απ' τα μάτια της Αθηνάς της ώμορφης και της γαλανομμάτας, κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι, κ' έβγαινεν απ' το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ' την κηρήθρα κ' ήταν και το τραγούδι μου γλυκό γλυκό κ' εκείνο είτε φλογέραν έπαιζα, σουραύλι είτε καλάμι· και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες, όλες με βρίσκαν ώμορφο κι όλες των μ' αγαπούσαν και μόνο εκείνη η χωριανή δε μούδειξεν αγάπη παρά με καταφρόνεσε γιατ' είμαι βοϊδολάτης.
Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγά — σιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ' τα δάκρυα της κακορροίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σα λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κ' η δροσιά της σβύστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα.
Προ τριών ετών κατά πρώτον είδον αι γειτόνισσαι ν' αναιβοκαταιβαίνη την σαθράν ξυλίνην κλίμακα της μικράς οικίας — καλυβίου μάλλον — της συνεχομένης μετά του φούρνου, νεάνιδα εύμορφον, με μαύρα μάτια, με μαύρα πολλά και μακρυά μαλλιά, εικοσιδύο ετών κορίτσι, μετά χάριτος φέρον την λαδιάν μανδήλαν και το λευκότατον κολόβιον, 'σαν το χιόνι άσπρο και το κορίτσι και το κολόβιον, ενώ επιχαρίτως οι λεπτοκαμωμένοι πόδες της ωραίας κόρης φέροντες παλλεύκους περικνημίδας έσυρον κομψώς τας κεντητάς εμβάδας — της κουντούρες — βροντώσας φαιδρώς επί των μισοσπασμένων βαθμίδων της σαθράς κλίμακος.
Και μου φαίνεται ότι ο Όμηρος λέγει για τα μαλλιά σου ότι ήσαν όπως των Χαρίτων διότι «χρυσώ τε και αργύρω εσφήκωντο». Πολύ καλλίτερα και ωραιότερα εφαίνοντο όπως συνεπλέκοντο με το χρυσάφι και έπαιρναν την λάμψιν του.
Κι' εμόναζε ρεμβάζων αυτός ο Ηγεμών πότε παρά τον Γάγγην ή άλλον ποταμόν, και πότε εις χειμάρρους κι' υπό σκιάν συκής, ακούων αρμονίας αγνώστου μουσικής, κι' εφούντωναν ως δάσος τα μαύρα του μαλλιά κι' εφώλιαζαν απάνω λογής λογής πουλιά.
Τώρα που σα συνεπαρμένος απ' τη γοητεία της φεγγαρίσιας ευτυχίας είχε γείρει στον κόρφο της να κοιμηθή, τώρα τον κύτταζε άφοβα, τώρα τον φιλούσε όλονε με τα πρωτοξύπνητα γυναικεία μάτια της, τον άντρα τον αγαπημένο. Τι ζεστά που μύριζαν τα γλυκά μαλλιά του! σαν κάτι ζωντανό και δυνατό που της ήτονε φόβος μαζί και λαχτάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν