United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενητιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, — και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της! Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά .... Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει.

Την στιγμήν εκείνην της ήλθεν εις τον νουν μία μικρά απορία· πού ευρίσκοντο τάλλα κοράσια του Λυρίγκου, τα μεγαλείτερα. Τότε ενθυμήθη ότι πριν ν' αναβή εις το καλύβι, όπου ευρίσκετο τώρα, το οποίον ήτο χαμηλόν ανώγειον, επέρασεν έξω από την θύραν ενός άλλου μικροτέρου καλυβίου, το οποίον ήτο χαμόγειον, και ήτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με το πρώτον.

Δεκατισμένο από το θανατικό, που μας έφαγε τρία, κι από των απίστων τη ρημαξιά, που μας άρπαξε άλλα δυο, την Καλλίτσα και το Γιανάκη. Δίκιο είχα γω σαν τόλεγα, τότες που φεύγαμε, της γριάς του καλυβιού πως δε θα περάσουν από κει απάνω οι Τούρκοι. Και μήτε πέρασαν από κει. Σαν ταστροπελέκι που κόβει ίσιο δρόμο και ξολοθρεύει, έτσι διάβηκαν κ' έφυγαν.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φοράς τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρυνήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινόν από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου. Η λεχώνα εξύπνησε.