United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εκείνο που φοβάμ' εγώ και δεν πολυσυμφέρει είνε, μη όταν πάρουνε τους χαλινούς στο χέρι μας πιάνουνε κι' απ' τα μαλλιά. . . ΧΡΕΜΗΣ Γιατί; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να τους κάνουμε κ' εκείνη τη δουλειά. . . ΧΡΕΜΗΣ Κι' αν δεν μπορούμε δηλαδή; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Φαΐ δεν θα μας δίδουνε. ΧΡΕΜΗΣ Μα και τα δυο τα πράματα μπορεί λαμπρά να γίνουνε, και το φαΐ και η δουλειά. Εσένα τι σε νοιάζει;

Η Ηχώ, η τόσον φλύαρος δεν κατεδέχθη να αποκριθή εις τους βρυχηθμούς του διότι εντρέπετο να φανή μιμουμένη τόσον κακόφωνον και γελοίον άσμα. Έφερε δε ο αξιέραστος εκείνος εις τας αγκάλας του, ως παιγνιδάκι μίαν μικράν αρκούδα, η οποία του ωμοίαζε κατά τα πολλά μαλλιά. Δύναται λοιπόν να μη σε φθονήση κανείς, Γαλάτεια, διά τοιούτον εραστήν;

Και τα λουλούδια δεν ξυπνήσανε τριγύρω από την αγάπη τους και οι πεταλούδες δεν πετάξανε από τα μαλλιά της. Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, ήλθε ο μάγος λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη. Και ο καθρέφτης των νερών χωρίς ραγισματιά καθρέφτισε το φίλημά του και οι νυμφαίες κρύψανε τα χείλια τους.

Και έπειτα νάρχεσαι και πεζή; Έ μ μ α. Δυώ βήματα, μαμάκα μου, από δω ως της κ. Καλιλά. Στάσου δα να ιδώ και 'γώ τα χάλια μου. θεέ μου! μαλλιά. Και το φόρεμα μου! πάει όλη η φρεσκάδα του! Ο λ γ ί ν α. Μπορούσες να χορέψης λιγώτερο, για να μη στραπατσαρισθής τόσο. Μ' εκείνο μάλιστα το Ρώσσο αξιωματικό, τον κόσμο χαλάσατε. Έ μ μ α. Τι ωραίος! Και τι χορευτής!

Στην όχθη ενός μαύρου ποταμού, χιλιάδες παρθένες, χλωμές και θλιμένες, με λυμένα τα μαλλιά, γέρνοντας θλιβερά απάνω στα σκοτεινά νερά του ποταμού, άπλωναν με απελπισία τα χέρια σ' ένα μακρυνό περιγιάλι.

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή. — Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα! Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο. Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους.

Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή, εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη δροσερόμεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο.

ΕΔΓΑΡ Φυλάγου από κακά δαιμόνια. Τίμα τους γονείς σου. Βάστα τον λόγον σου. Μη επιορκήσης. Μη μοιχεύσης. Μη επιθυμήσης ματαιότητα... Κρυώνει ο τρελλός. ΛΗΡ Τι έκαμνες προτίτερα; ΕΔΓΑΡ Έκαμνα την αγάπην και ήμουν φανταγμένος και σώμα και ψυχήν. Εσγούραινα τα μαλλιά μου, είχατο σκιάδι μου το χειρόφτι της αγαπητικής μου και ευχαριστούσα τας επιθυμίας της.