United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχιζε να ζυμώνη, και έπλασε αρκεταίς κουλούραις μετ' αυγών, διά τον σύζυγον, επιδημούντα τοτε, διά την πενθεράν της, δι' εαυτήν, διά ταις κουμπάραις, ως και μικραίς «κοκκώναις» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ' αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και χορών Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον

Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον: Βαρύτερ' απ' τα σίδερα είνε τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κ' εγώ για μιαν αγάπη πούχα. Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ' όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν' αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου.

Η Σούλα, η Τέρω, η Γιάννα μου, του Χρηστοδήμα η κόρη. Του Δαλαπάσκα η Γαλανή, τον Σούδα η μαυρομάτα. Του Δίπλα η Μόρφω η κάλλεσα... — Φτάνει, κυρ Γάκη, φτάνει, Τι τα καϋμένα τα παιδιά λυγκιάζονται που ακούνε. — Η δρούγα, η συρματόβεργες, το γνέμμα, το πλουμίδι Απόψε αναμερίζονται. Τηράν τη φλόγα απόψε.

Αλλά, διά τα δύο παιδία, θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ' ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και είξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης. Γλυκεία Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!

Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτο ικανή ν' αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κ' επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν.

Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ' ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα.

Το βέβαιον είνε ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν' αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κ' ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε είξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του.

Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.