United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντρίκια, γυναικίσια, παιδιακίσια, και γέρικα. Τάβλεπε ο Μιχάλης συλλογισμένος και τα χείλη του κρυφοσφύριζαν. Ρώταγε άραγες η ψυχή του σαν πόσα κόκκαλα εκεί μέσα τα είχε το βόλι σκισμένα; δεν το ρώταγε; Θεός το ξέρει. Τα χείλη του χαμηλοσφύριζαν όμως. Ίσως το γνωστικό εκείνο το σφύριγμα που σκεπάζει κάποτες βαθιούς στοχασμούς και βαθύτερους πόνους. Εκεί απάνω τονε φωνάζει ο Πανάγος.

Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι' όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία: Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι. Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!

Μου φαίνονταν, σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον ύπνο του. «Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι' ένα κομμάτι από τα παιδιακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκειάς και πολυαγαπημένης. Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλυστρώντας ίσια κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί.