Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Το χλευαστικόν «παρανόμι» ανέμνησεν εις τον Μανώλην τον Τερερέν, και όλη η αγανάκτησίς του εστράφη κατά του μάγου, εις τον οποίον απέδιδε την εύρεσιν και την διάδοσιν του χλευασμού, τον οποίον συνήντα τώρα παντού, εις το χωριό και εις τα Λιβάδια ακόμη. Ενώ δε εσκέπτετο πώς να εκδικηθή, ανεμνήσθη τους λόγους της μητρός του, ότι αν απηρνείτο την Πηγήν θάκανε ό,τι επεθύμει ο Τερερές.

Την διακοπήν δε ταύτην ανέμενεν ανυπομόνως ο Σκιζομιχελής, αγροίκος με ποιμενικά ενδύματα, όστις εφαίνετο απορών πώς άνθρωποι φρόνιμοι έδιδαν προσοχήν εις τα λόγια αυτού του «κουζούλακα» του Αστρονόμου. Το σπουδαίον ζήτημα δι' αυτόν ήτο η απώλεια μιας «στειρώγας». Και ηρώτησε τον Μανώλην μήπως τυχόν την είδε. Τα σημάδια της ήσαν «ρουσόματη, μαύρη, ζωνή και κοκάρι».

Αλλ' η γραία-Συνοδιά την έλαβεν εις τα γόνατά της, την εσκέπασε με το παληό φουστάνι της, και την εζέστανε, και την εχάδευσε τόσον, ώστε την έκαμε να νυστάξη. Εντός ολίγου απεκοιμήθη, και η μήτηρ της, λαβούσα αυτήν από τα γόνατα της γραίας, λικνίζουσα άμα αυτήν διά των χειρών και διά τινος μονοσυλλάβου «κι-κι», την επλάγιασε δίπλα εις τον Μανώλην.

Αυτή τη φορά δεν είνε ο Γεροντιάδης . . . είνε ο Αλικιάδης, και δεν έχεις να κάμης με τον Μανώλην τον Πολύχρονον, έχει να κάμης μ' εμένα . . . — Όλοι το ίδιο είνε! επανέλαβε μετά πεισμονής ο μπαρμπα- Διοματάρης, αμεριμνών αν προσέβαλε κατά πρόσωπον τον Λάμπρον τον Βατούλαν. — Πως όλοι το ίδιο είνε! επανέλαβεν ο Λάμπρος.

Θαρρώ πως τόνε θωρώ ... Και πε μου δα, παιδί μου, είπε προς τον Μανώλην με το περιποιητικώτερόν του μειδίαμα, είντα καλά μας ήφερες από τη μάντρα; Μυζίθρες, αθόγαλο; — Δεν ήφερα πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης, αποσπασθείς από την έκστασιν με την οποίαν παρετήρει τα μικρά κάτοπτρα, που ήσαν ανηρτημένα κατά σειράν εις το ράφι της καφεταρίας και σειόμενα εσχημάτιζον διάφορα παιγνίδια φωτός.

Και ενώ έλεγε ταύτα, παρετήρει τον Μανώλην, ως να υπώπτευεν ότι η εξαφάνισις της αίγας ήτο δουλειά του. Διατί τάχα όχι; Όλοι οι βοσκοί δεν κλέβουν; Σου κλέβουν δέκα πρόβατα· κλέβεις και συ άλλα δέκα ενός άλλου, και αυτός πάλιν άλλα, κέτσι διατηρείται μία ισορροπία.

Ο oίvος είχε λύσει τελείως τον γλωσσοδέτην του Μανώλη, όστις ηδύνατο να είπη, ως ο Σάτυρος της αρχαίας κωμωδίας: Πόθεν ποτ' άλυπον τόδε εύρον οίκος αισχύνης! Είχε μάλιστα τόσον αποθρασυνθή, ώστε τα επίμονα βλέμματά του περιήγον εις αμηχανίαν την Πηγήν. Το βέβαιον είνε ότι η αθωότης αυτής δεν έβλεπεν εις τον Μανώλην τίποτε εκ των ελαττωμάτων τα οποία η κακεντρέχεια των άλλων είχε παρατηρήσει.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

Περισσότερον από τον Μανώλην σαστισμένος ήτο ο σκύλος του, όστις τον ηκολούθει από κοντά, με την ουράν εις τα σκέλη, περιδεής προσβλέπον τους σκύλους του χωριού, οίτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, όχι διά να χαιρετίσουν, αλλά διά να επιτεθούν κατά του αυθάδους ξένου, όστις εισήλθεν εις το κράτος των, χωρίς να ζητήση την άδειάν των.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν