Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια, στο δεξύ του 480 κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη, γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους, κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει, 485 τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο, κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη· όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας, θρέμμα του Δία.

Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα.

Σου τεριάζει, 70 δε σούναι ατέριαστο· κρασί γιομάτες σου οι καλύβες, που πάσα μέρα οι Δαναοί σού κουβαλούν με πλοία απάνου στον πλατύ γιαλό απ' αντικρύ οχ τη Θράκη. Έχεις του κόσμου τ' αγαθά, τι τόσο ορίζεις πλήθος.

Εγώ δε θα δίσταζα να την πω και πεζή, ανεβάζοντας τη λέξη σε όλο το πλατύ και το σοβαρό της νόημα, αντίθετα προς την ποίηση του σύγνεφου, του άρρωστου, του ρωμαντικού. Ο έρωτας την πληγώνει, τη γλυτόνει η τέχνη της. Συχνά πυκνά ο διαπλασμένος άνθρωπος έχει εξός από τη φυσική του πατρίδα, κι άλλη μια πατρίδα πνευματική. Της Μύρτου η πατρίδα είναι η Αμερική, ο σωστός κόσμος της ελεύθερης γυναίκας.

Πλατύ κυανούν ιμάτιον τον καλύπτει, κάτωθεν δε τούτου φαίνεται ο μάλλινος άρραφος υφαντός χιτών Του, όστις περιδένεται διά ζώνης περί την οσφύν, και τον περιβάλλει όλον από του λαμού μέχρι των πεδίλων.

Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης, έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του.

Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ' αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ' εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα το γλαυκόφεγγο το γλυκοϋπνιασμένο. . . Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι.

Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα απάνω στο ψηλό παραθυράκι, που τον περίμενε η Ταρσίτσα χρόνια και χρόνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!..» Ύστερα η φαντασία σβυνότανε απ' τα μάτια της, τα δένδρα, τα σπίτια, τα λιακωτά, τριγυρίζανε πάλι και πνίγανε το μικρό σπιτάκι και κρύβανε τον μεγάλο, τον πλατύ δρόμο με τον ήσκιο του απονύχτερου διαβάτη. Μα η Ταρσίτσα δεν απόκανε να περιμένη.

Κ' έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι' ο Νικολός το Πιτς, κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι' ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων χωρίων. Ο νέος νοικάρης που είχεν ενοικιάσει την κάμαραν την μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, είχεν ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ.

Ένας σπαθάτος λυγιστός με νικηφόρον ξίφος, 'ψηλός ως στρουθοκάμηλος και με θαμβόνον ύφος, δεν ξέρω πώς εκτύπησε ταδύνατά μου σκέλη και μ' έρριξε φαρδύ πλατύ χωρίς κι' αυτός να θέλη. Κι' εν τούτοις δεν εζήτησε παραμικράν συγγνώμην, αλλ' έφυγε καυχώμενος εις την πολλήν του ρώμην.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν