United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνο που με ελύπησεν ήτον ότι εφαινόμην ανακαλύπτων εις την φυσιογνωμίαν του ότι μάλλον ιδιοτροπία και κακή διάθεσις παρά ανοησία τον έκαμνε να δείχνεται έτσι.

Εγώ αυτός, υπό την επίδρασιν της καταπλήξεώς μου, έμεινα ανίκανος διά πάσαν κίνησιν και εις τα μάτια των καταταραγμένων ομίλων, οίτινες εθεώντο, θα εφαινόμην ως κανέν φάντασμα φέρον ατυχίαν, όταν επέρασα ανάμεσόν των, όρθιος και ωχρός εις την μαύρην μου γόνδολαν. Πάσαι αι προσπάθειαι απέβησαν μάταιαι. Ήδη πολλοί κολυμβηταί εκ των αρίστων υπεχώρουν με βαθείαν αποθάρρυνσιν.

Αχ! αυτό στενοχωρεί όλην μου την καρδίαν. — Και όμως, το να παρανοούμεθα είναι η τύχη όλων μας. Αχ! πού εχάθη η φίλη της νεότητας μου! αχ! πού την εγνώρισα ποτέ! — θα έλεγα είσαι μωρός· ζητείς ό,τι δεν ευρίσκεται εδώ κάτω. Αλλά την είχα· αισθάνθηκα την καρδίαν, την μεγάλην ψυχήν, που εμπρός της εφαινόμην ότι είμαι πλέον ή ό,τι ήμουν, διότι ήμουν ό,τι ηδυνάμην να είμαι.

Πρωταγόρας Σωκράτη, είπε, εγώ έως τώρα με πολλούς ανθρώπους ήλθα εις λογοπόλεμον, και εάν έκαμνα τούτο, το οποίον συ απαιτείς, δηλαδή να συνδιαλέγωμαι, όπως απαιτούσεν ο αντίπαλός μου να συνδιαλέγωμαι, δεν θα εφαινόμην καλύτερος από κανένα, ούτε θα υπήρχε το μέγα όνομα του Πρωταγόρα μεταξύ των Ελλήνων.

Και όμως δεν ακούεις όσον νομίζεις, ούτε βλέπεις όσα θεωρείς. Λάβε πάλιν το άπειρον εις το όμμα και το άπειρον εις το ους και προχώρει. Αλλά κρύψε πρώτον τον θησαυρόν σου, και κατόπιν επίδειξέ τον. Έκρυψα τον θησαυρόν μου, και κατόπιν τον επέδειξα Ποίον τεράστιον ψεύδος Ότε εφαινόμην πτωχός, μ' εχαιρέτων από πολύ μακράν, και έλεγον από πολύ πλησίον: — Α, τον κακομοίρην!

Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον. Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά.

Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από πολύ μακράν: — Α, τον άτιμον! Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν. Και ήμην ο ίδιος και εγώ! δ'. — Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω, διά ποίους εγράφη;

Καθ' όσον όμως επλησίαζα και εξηπλούντο επί της εξοχής αι σκιαί της εσπέρας, ήρχισε να με καταλαμβάνη μυστηριώδες τι αίσθημα ανησυχίας. Διατί να έλθω μόνος; Διατί να μη αφήσω τον Παντελήν να με συνοδεύση ; Είχα θεωρήσει ασφαλέστερον να μη τον προσλάβω, φοβηθείς μη προκαλέσω υποψίας αν εφαινόμην εκεί με τον σύντροφόν μου και τον όνον του.