United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού. Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς: — Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!

Και οι βλάχοι των πέριξ συνοικισμών συνεισέφερον εφ' όσον καιρόν μένουν εκεί και οπόταν ο ιερεύς λειτουργή εις το πλησιέστερον χωρίδιον, πηγαίνουν όσοι θέλουν και λειτουργούνται. Αλλ' η Ανάστασις πρέπει να τελήται εις όλους ταυτοχρόνως και να μετέχουν όλοι της ιερωτέρας και μεγαλειτέρας εορτής της χριστιανικής θρησκείας.

Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα.

Ο ιερεύς με μαχαιρίδιον εχάραξεν επάνω εις ένα κεραμίδι σταυροειδώς I Σ | Χ Σ «Είτα Γή ει και εις γην Ν Ι | Κ Α απελεύσει», και τα λοιπά. Το μικρόν πλάσμα κατήλθε να κοιμηθή τον χρόνιον ύπνον υποκάτω από τας χιόνας. Γενικόν προσκύνημα των κυμάτων, καθολική σύναξις όλων των ανέμων των βρυχηθμών και όλων των αλαλητών των καταιγίδων, ήτον ο ορφνός και φαλακρός, ο υψίνωτος της πέτρας πάγος.

Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται.

Και όπισθενπάλιν άλλος όγκος πέτρινος, ο μώλος του Σχοινά, εσχημάτιζε την είσοδον του ενός λιμένος ως σιαγών ορθάνοικτος να τρακανίση παν το οποίον έμελλε να εμφανισθή εκεί, βορά τρισαθλία. Αυτήν την φοράν η κραυγή ουδόλως διέφερε του θρήνου· τόσον έτρεμεν η κραυγάζουσα φωνή! — . . . . «Δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων οικετών . . .» έψαλλεν ο ιερεύς.

Ήτο ο ιερεύς ούτος ανήρ αγαθός, ενάρετος, σεβάσμιος, και κατά πάντα άξιος της εκλογής του Γεροστάθου, όστις ως εφημέριον και συγχρόνως ως διδάσκαλον είχε προσκαλέσει αυτόν εις την κωμόπολιν.

Οι οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη, εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη φοβεράς αληθείας. — Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν! . . . ηκούοντο ψίθυροι.

Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν επιτακτικώτερον το «Άρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου· και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους.