United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο πάντοτε καθαρός και κόσμιος κατά τε το σώμα και τα ενδύματα, γλυκύς και ευπροσήγορος, μετριόφρων και ταπεινός, ολιγαρκής και λιτότατος, φιλάνθρωπος και αφιλοχρήματος, ελεήμων και ευεργετικός, παρήγορος των δυστυχούντων, συνδιαλλακτής των διχονοούντων, σύμβουλος δε και οδηγός παντός παρεκτρεπομένου από την οδόν, την οποίαν επί της γης μας εχάραξεν ο θεάνθρωπος Ιησούς· εν ενί λόγω συνησθάνετο πληρέστατα την θείαν και υψηλήν αποστολήν, την οποίαν πας ιερεύς του Υψίστου εν τω μέσω του λογικού ποιμνίου του έχει.

Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, προσηύχετο.

Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.

Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό μέλλων ιερεύς, παιγνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε να ομιλή, πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια παπά και μαμά , εδιδάχθη να ψελλίζη το Κύριε Ελέησον . Μόλις ηδύνατο να περιπατή στερεώς, ότε έλαβε το προνόμιον του να κρατή την λαμπάδα ενώπιον του θείου του ιερουργούντος.

Δεν ήτο επιδεικτικός τις και πομπώδης Φαρισαίος, κατάφορτος εκ κροσσών και φυλακτηρίων· ουδέ χιτωνοφόρος τις ιερεύς απορροφημένος εις μικράς τελετάς· ωμοίαζε προς τους μεγάλους προκατόχους του και ήτο επικριτής αμφοτέρων τούτων των τάξεων.

Εκείνος ο ιερεύς, και όλοι οι άλλοι υπηρέται του ειδώλου, θέλουν σε φέρει εις τον ναόν, ο οποίος διά την ωραιότητα και μεγαλοπρέπειαν υπερβαίνει κάθε άλλον που ευρίσκεται εις τον κόσμον.

Δεν έκλαιε την μαρανθείσαν νεότητά της, δεν έκλαιε την μοίραν της, δεν έκλαιε τον ξενιτευμόν των αρρένων αδελφών της — ω, αυτά δεν ηρμηνεύοντο διά μεγαλοφώνων θρήνων, αλλά δι' ενδομύχων αρρήτων στεναγμώναλλ' έκλαιε το μικρόν, τρυφερόν πλάσμα, το οποίον ήλθε να παραλάβη είς ιερεύς μ' ένα πενιχρόν σταυρόν και θυμιατόν διά να το προπέμψη· την δράκα εκείνην του χώματος επιστρέφουσαν εις το χώμα, την ελαφράν εκείνην πνοήν, επανακάμπτουσαν εις την ζωήν την αείζωον, εκεί όπου όλα τα νήπια, όπως λέγει ο Συναξαριστής, απαιτούσιν αυτοδικαίως από τον Δημιουργόν να τους πληρώση τα οφειλόμενα. «Δικαιοκρίτα, δος ημίν τα ουράνια αγαθά αντί των επιγείων, ων ημάς εστέρησας».

Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη άνωθεν της κεφαλής της τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κ' επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν, και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της. — Είδες την Επαρχίνα! έλεγε κατ' ιδίαν η Ασημήνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι, μιαν ώραν μιαν ωρίτσα!

Ο ιερεύς εστράφη. — Τι τρέχει; — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού είσαστε, πού είσαστεΝα πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; — Να πας. Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.

Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ' η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο.