United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαεί, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κ' η ακόλουθη ιστορία. — Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ Αλεξαντράκης του Μυλόρδουκαι με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψηοχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη.

Τότε έτσι αφτός πεθαίνει. 470 Μα άρχισε απάνου του σφαγή σκυλήσα πεισματάρα των Τρώων και των Αχαιών, και χοίμιξαν σα λύκοι ένας να φάει τον άλλονε, κι' άντρας κοπάνιζε άντρα.

Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, 105 Μον φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως: — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!

Ο Τζατσίντο ήπιε και ο Έφις έχυσε έπειτα τις τελευταίες σταγόνες καταγής. Οι μέλισσες πλησίασαν και τριγύρω σχηματίστηκε ένας γλυκός βόμβος. Μόλις όμως φτάσανε στο Ριμέντιο το αγόρι φάνηκε να είναι ευχαριστημένο. Είχε αγκαλιάσει τις θείες του και τις άλλες γυναίκες, είχε φάει καλά και είχε χορέψει σαν βοσκός στο πανηγύρι. Τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Ξαφνίστη τότε απ' την πληγή τ' Ατρέα ο γιος, μα κι' έτσι το θάρρος του δεν τόχασε, μον χύθηκε τον Κόνα 255 να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι.

Καλλίτερα να μη με είχαν σπλαχνισθή οι ανθρώποι του βασιλιά, καλλίτερα να με είχανε φάει τάγρια θηρία. Η βασιλοπούλα, μέσα στα δάκρυά της, θυμήθηκε τη νεράιδα, που 'ρχότανε κάθε άνοιξι στωραίο περιβόλι και ράντιζε τα μαραμένα τα λουλούδια μ' ένα μαγικό νερό και τα λουλούδια ξανανθίζανε με την πρώτη τους δροσιά. Κ' έλεγε μέσα της: — Νάχα το αθάνατο νερό, που ανασταίνει τα λουλούδια.

Έτσι έχουνε να πούνε πως οι παλιοί ανθρώποι, που χρόνια τώρα τους έχει φάει το χώμα, και που μια φορά κ' έναν καιρό περάσανε στον απάνω κόσμο μεγάλα βάσανα και πάθη, σε αγάπες, σ' έχθρητες και σε πολέμους, θέλοντας να μη ξεχασθούν τα βάσανά τους, ξαναγυρίζουνε στον κόσμο κι' ανιστορούνε τη ζωή τους στους αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους.

Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.