United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όμως ο πολύς λαός τους σέβεται και τους ακούει, όταν μάλιστα δεν έχει τίποτε καλλίτερον να κάμη, και το θράσος και ο θόρυβός των φαίνεται ότι ευχαριστεί τον όχλον. Εγώ όμως απ' αυτά που έβλεπα και ήκουα συνέλαβα την ιδέαν ότι είνε ασκοί φουσκωμένοι με αλαζονίαν και μου έκανε κακόν ότι ομοιάζομεν κατά τα γένεια.

Η προθυμία της εκφράσεως και εκδηλώσεώς του φύσει τέρπει τον άνθρωπον· μετά χαράς τον ακούει και αναγινώσκει την αυθόρμητον των αισθημάτων και εντυπώσεων του μαγικήν ευγλωττίαν.

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότηπαράδειγμα λαέ, να σου γενήπου τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

Πτωχός, αλλ' αγαθός οικογενειάρχης Ρώσσος, εκατοίκει μικράν καλύβην χωρίου τινός πλησίον της Μόσχας. Ενώ δε εσπέραν τινά κατεγίνετο περιποιούμενος την πάσχουσαν σύζυγόν του και τα έξ μικρά τέκνα του, ακούει κτύπους εις την θύραν της καλύβης του. Ανοίγει αμέσως· άνθρωπος δε άγνωστος και πενιχρά ενδεδυμένος παρουσιάζεται ζητών φιλοξενίαν.

Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης, και μπαίνει εφτύς στ' αμάξι τουκι' ανέβηκε ο Μαχάος κοντά του, θρέμμα τ' Ασκληπιού, παράξου γιατροπόρουκαι τ' άλογα βαράει· κι' αυτά με προθυμία πετούσαν προς τα καράβια του, τι εκεί να φτάσει αποθυμούσε. 520

Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενεκι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγολίγο κιτρίνιζε. Λίγολίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί.

Με όλον το επικρεμάμενον ήδη σκότος, η αμαυρότης εφαίνετο δεσπόζουσα του σκότους. Ακούει μίαν φωνήν, φωνήν λίαν επιτακτικήν και τραχείαν·Βρε καραβά! Προσηλοί τα όμματα, διαστέλλων υπερβολικώς αυτά όπως διακρίνη εν μέσω του λυκόφωτος. Μεταξύ δύο βράχων, εις μέρος όπου ήρχιζεν ένα μονοπάτι, γνωστόν αυτώ, δι' ου σνερριχάτο τις εις την γυμνήν και απόκρημνον ακτήν, βλέπει δύο άνδρας ισταμένους.

Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!

Γιατί σ' ακούει κανείς από την εξουσία κ' ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι. Μα κείνος ο μακαρίτηςτον ήξευρες πώς ήτανεδεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ' αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γερνά μέσα στους δρόμους!

Ο βασιλεύς ήτον όλος εκστατικός θεωρών τοιαύτα αξιοθαύμαστα της φύσεως και της τέχνης, ότε αιφνιδίως ακούει μίαν φωνήν θρηνητικήν συνοδευομένην με θλιβερά λόγια.