United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ουδείς όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα του, ουδ' αυτός ο του περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους στιχηρούς ερωτικούς του στεναγμούς.

Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.

Μίαν τοιαύτην πλάκα ενεπίγραφον είχεν ανακαλύψει και αυτός προ καιρού, αλλ' έκαμε την ανοησίαν να την δείξη εις ένα κοκκινογένη Φράγκον, διερχόμενον από το χωριό. Τούτων λεγομένων ήνοιξεν η θύρα και εισήλθεν ένας χωριανός, συγγενής του οικοδεσπότου, όστις προ ολίγων στιγμών είχεν επανέλθει εξ Ηρακλείου· και όλοι εστράφησαν προς αυτόν διά να μάθουν τα εκ της πόλεως νέα.

Ήλπισεν ότι την φοράν ταύτην θα ετύγχανεν η μοναχή ευκαιρίας όπως τη διηγηθή την ιστορίαν εκείνην, ην είχε διακόψει την προλαβούσαν νύκτα η απότομος της ηγουμένης είσοδος. Αλλ' ότε η θύρα ηνοίχθη, εξεπλάγη η Αϊμά. Η εισελθούσα δεν ήτο η αδελφή Σιξτίνα. Ήτο γραία τις μοναχή, ην πρώτην φοράν έβλεπεν η έγκλειστος. Εχαιρέτισε την Αϊμάν και εκάθισεν.

Τον ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ' επήρε τον δρόμο, να πα στου πεθερού του το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα σαν έφθασε μισαποθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα.

Αφού λοιπόν εβγήκαν έξω και έκλεισεν η θύρα, ο βαστάζος έδραμεν εις το σπήτι του· ο δε βασιλεύς Καλίφης λέγει των Δερβισάδων· εσείς που είσθε ξένοι και δεν γνωρίζετε την πολιτείαν όντας ακόμη νύκτα, ακολουθήτε μας, και θέλομεν σας δώσει τόπον να ξενυκτήσητε· έπειτα μυστικά λέγει του Βεζύρη του· οδήγησέ τους εις το παλάτι σου και αύριον θέλεις τους παρουσιάσει έμπροσθέν μου διότι θέλω να γράψω την ιστορίαν τους εις τους χρονογράφους της ιστορίας του βασιλείου μου.

Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς; που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρη τη φράση που θάλεγε ή για να καταλάβη τι τούλεγαν. — Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό. Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κυτάξη με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που ήμεθα.

Μεταφορικώς, λώθρα, παν ό,τι ελάχιστον ευκαταφρόνητον, ουδεμιάς αξίας. Όθεν Να μη μείνη λώθρα κατάρα εμφαίνουσα εξόντωσιν, καταστροφήν και όλεθρον μέχρι και αυτών των ευτελεστέρων περιτριμμάτων του οίκου. »'Σ αυτόν τον καταρράχτη.» σ. 58. Καταρράχτης , ως και παρά τοις αρχαίοις σημαίνει μέγαν όγκον υδάτων κρημνιζομένων από αποτόμου βράχου. Αλλά καταρράχτης και η καταπακτή θύρα.