United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμαίς πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή, ισταμένη παρά την θύραν.

Φαίνεται δε ότι παρά πάσας τας διαβεβαιώσεις του Γύφτου, η θύρα είχε και άλλο μέσον δι' ου ηνοίγετο και έξωθεν, διότι ηνοίχθη τω όντι αύτη και εισήλθεν άνθρωπός τις.

Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα. — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.

Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη• σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται η κοπριά πού γίνεται; γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα, μου βούλλωσε τη θύρα.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθειακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.

Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας, έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον επέστρεψεν. — Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη.

Μόνο οι εχθροί μου θα ήθελα να έχουν τέτοια ευτυχία. Αλλά πριν φύγω θέλω να του δώσω ένα σκαμπίλι. ΣΙΜ. Ποιός μ' εκτύπησε; Με ληστεύουν τον δυστυχή. ΜΙΚ. Σκούζε και ξενύχτα, λυώνε κοντά στο χρυσάφι και παίρνε το χρώμα του. Εμείς δε ας πάμε, αν θέλης, εις του Γνίφωνος του τοκιστού. Δεν είνε μακράν απ' εδώ το σπίτι του.-Μας άνοιξε και αυτή η θύρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σκέπτομαι πως όχι• μα ευθύς από τη θύρα του σπιτιού δεν θα ξεκουμπισθής; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ΑΜΥΝΙΑΣ ΑΜΥΝΙΑΣ Ωχ! αλλοίμονο! ΑΜΥΝΙΑΣ Ε, τι γυρεύεις τάχα συ; να μάθης πώς με λένε; Δυστυχισμένον. ΑΜΥΝΙΑΣ Σκληρέ! δαιμονισμένε! «Τροχοαπάστρες των αλόγων τύχες! Αθηνά, ω πόσο με κατάστρεψες

Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξάπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.

Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν. Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.