United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.

Αλλ' αίφνης παλαιός τρόμος ηγέρθη εν τη καρδία μου· Πρέπει να εκιτρίνισε και η όψις μου. Οι συνδαιτυμόνες μου, αφιερωμένοι εις το χοιρίδιον, δεν με είδον αμέσως· διό προσεπάθουν να κρυφθώ, να χωνεύσω τον παλαιόν αυτόν τρόμον, όστις, ως κακοκλεισμένη πληγή, ήνοιξε τώρα δα, τόσον αιφνιδίως. Μολονότι ήτο φίλος μου στενός ο κυρ-Στρατής, πρώτην φοράν εισηρχόμην εις την κατοικίαν του.

Είπεν ο κυρ-Στρατής, πειραχθείς ολίγον. Και αμέσως, συγκρούων το ποτήριον μετά του φίλου μου, έκραξε φαιδρώς. — Εις υγείαν των πεθαμένων! Είχε κενωθή η μία χιλιάρικη, επλησίαζε δε και η άλλη. Εγώ μη δυνάμενος πλέον να βλέπω μήτε εις τον ένα τοίχον μήτε εις τον άλλον, μήτε εις την οροφήν, μήτε εις το εκλείπον πλέον χοιρίδιον — μ' εφαίνετο και αυτό ως νεκρόνδεν έβλεπον πουθενά.

Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

Σε ξεχάσαμε κατακαϋμένο! Κ' εκεί είδε τότε υπό την χιόνα σκάφην ξυλίνην ορθίαν εστηριγμένην επί του τοίχου, υπό την οποίαν ευκίνητον εγρύλλιζεν έν παχουλόν χοιρίδιον τεσσάρων το πολύ οκάδων, όπερ φαίνεται την νύκτα εννοήσαν το κακόν, εχώθη υπό την παρατυχούσαν εκεί σκάφην, το ευφυές ζώον, και εσώθη από βεβαίου παγερού θανάτου.

Οι δε τοιούτοι, μένουσι πλέον άγαμοι, έως θανάτου. — Εν μέσω ήστραπτε το ταψίον, το επιμελώς γανωμένον, με το χοιρίδιον, το εψητόν, διαχέον πανταχού ορεκτικήν ευωδίαν, ελαφρώς ροδισμένον, προκλητικώτατον. Κατελάβομεν τας θέσεις μας. Ο κυρ-Στρατής, καθίσας εν μέσω των δύο χιλιάρικων, ωμοίαζε δικαστικόν, την νύκτα δικάζοντα μεταξύ δύο αρχαίων κηροπηγίων. — Έλα! είπεν.

Ουχ ήττον ως φιλόπονος και δεξιά γυνή όλα έφερεν εις πέρας· και εζύμωσε, και ασβέστωσεν ολίγον την εστίαν και τα κάτω μέρη των τοίχων, εξετίναξε και εκαθάρισε το πάτωμα, έστρωσε τα καλά κυλίμια και ετοποθέτησε τας πανηγυρικάς προσκεφαλάδας, τα πλούσια προικιά της, και τέλος τη βοήθεια του ποιμένος όστις το έσφαξε μαδήσασα καλά-καλά το χοιρίδιον και παραγεμίσασα αυτό απέστειλεν εις τον φούρνον λευκόν, ως να ήτο και αυτό εκ χιόνος, το παχουλόν.

Κύττα τον, κύττα τον πώς γελά! έλεγον οι τελούντες τα μνημόσυνον· και του έκοπτον το ήμισυ της αμοιβής. — Έχω ένα χοιρίδιον ως τρεις οκάδες.

Βλέπον δε εαυτό περιτριγυρισμένον από τον λευκόν και αδιάβατον εκείνον τοίχον εγρύλλιζε κάμνον γνωστόν εις τον κύριόν του τον κίνδυνον. — Φθηνά την γλύτωσες, κατακαϋμένο, έλεγεν ο γέρων θωπεύων το παχουλόν χοιρίδιον και τους μύστακάς του συγχρόνως, εφ' ων επήγνυτο κρυσταλλουμένη η αναπνοή του. — Να ιδούμε όμως τι θα πάθης έπειτα, καϋμένο! Εξηκολούθει ο Μπάρμπα-Σταύρος.