United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεναντίας θα την θεωρή σαν μια θεά που το μυστήριό της θάναι δουλειά του να το κάνη πιο μυστικό και το μεγαλείο της θάναι προνόμιό του να παρουσιάση πιο θαυμαστό στα μάτια των ανθρώπων. Εδώ, Ερνέστε, συμβαίνει κι αυτό το παράξενο. Ο κριτικός είναι πράγματι ερμηνευτής, όχι όμως σαν εκείνον που απλώς επαναλαβαίνει σ' άλλη μορφή ένα μήνυμα που του έβαλαν στα χείλη για να το πη.

Το μυστήριο του θανάτου, π' απασχολούσε το νου μου τώρα, απομάκρυνε τους υλικούς λογισμούς κελέπτυνε το αίσθημά μου. Κέπεφτα σένα ρομαντισμό, όπου το αντικείμενο της αγάπης μου γινόταν χωρίς σάρκα, σχεδόν άυλο. Σε τούτο το μεταξύ μέπιασε μεγάλη κεπίμονη μελαγχολία. Έγινα λιγομίλητος και στο σπίτι μόνο δυστροπίες και θυμούς γνώριζαν τώρα από μένα.

Και θ' αποθάνη; είπα συλλογισμένος γιαυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκρυζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κιαδυσώπη του δύναμη. Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι.

Δεν φαίνονταν ούτε τα κουπιά της να κινούνται, και τραβούσεν ακόμη μακρυά προς το σύθαμπο. Αν όλη αυτή η θέα μαρμάρωνε, έξαφνα, κι' έμενεν έτσι για πάντα με τα ίδια χρώματα, το αυτό μυστήριο, την αυτήν έκφραση, την ίδια συναίσθηση ενός τέλους! Κι' ακόμη ποια έκπληξι στην κόκκινην ορθή γραμμή της δύσης! Αυτό το χρώμα ήταν έν θαυμαστικό. Θαυμαστικό του εαυτού του.

Μυστήριο και τρόμος, περιχύνουνταν από στιγμή σε στιγμή μέσα στην τρομαχτική εκείνη αγριότη.

Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο. Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να φροντίση για τροφή της λεχώνας.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα.

Το γεροντάκι τους γνώρισε χαμογελώντας, κι ανέβηκαν στο σπίτι και οι τρεις· στρώθηκε το τραπέζι στην πρασινοστολισμένη ταράτσα, ενώ η νύχτα άπλονε το μαλακό της πέπλο στην εξοχή, και σκορπούσε αγάλι' αγάλια ολοένα γλυκύτερο και βαθύτερο μυστήριο στο μεγάλο κάμπο.

Ο Έφις την κοιτά και νοιώθει, όπως πάντα μπροστά σ’ αυτή την φιγούρα που ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια ενός παρελθόντος χωρίς όρια, ζάλη σαν να ήταν εκείνος που αιωρείται σ’ ένα μαύρο κενό όλο μυστήριο... Σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, παμπάλαια. Του φαίνεται πως ζωντανεύει το κάθε τι γύρω του, με μια ζωή όμως φανταστική, μυθική.