Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου. » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια, » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη. » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη;

Εξεθύμαινε, ραγισμένο χώνεβε στον κομμένο λαιμό του το τελεφταίο μουγκρητό. Εχουρχούριζε σπαραγμένος ο λάρυγγας. Αφρούς κ' αίματα εχούχλαζε, κάτω από τάπονο μαχαίρι, ταπονώτερο του μακελάρη χέρι. Στρυφτογύρισε τόρα το διάπλατο μαχαίρι στον ανοιγμένο λάρυγγα μ' ορμή. Το αίμα ανάβλυσε πλιότερο. Εσπάραξε το βόιδι για τελεφταία φορά. Αναχάσκισαν τάσπρα του χείλια. Εξεχύθηκαν ποτάμια αφροί κ' αίματα.

Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του.

ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας.

Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο, Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει! Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα. Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.

Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του, τα πάθια: — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες.

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν