United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας. — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.

Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι. Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ-Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον.

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Μπαμμπουμ εδώ· μπαμμπουμ! εκεί· φωνές, αντάρες, γέλοια, κακό! η χαρά ξεχείλιζε. Οι κολλήγοι πλάκωναν μπουλούκιαμπουλούκια παστρικαλλαγμένοι και καλόκαρδοι. Φέρνανε σφαχτά, φέρνανε ψωμιά, κουβαλούσαν φορτώματα κρασί ξεδιαλεγμένο. Μερικοί ωδηγούσαν βόδια ζωντανά, ταύρους άζευτους κι αμουνούχιστους· άλλοι άλογα βαρβάτα· άλλοι κριάρια χρυσοκέρατα.