United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ενόμισα ότι και οι δώδεκα ουρανοί κατεκρημνίσθησαν επί της πτωχής κεφαλής μου, και η φοβερά των υελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκώς την ακοήν μου με κατέστησε τόσον νευρικόν, ώστε σχεδόν κατέπιπτον λιπόθυμος. Δεν ηξεύρω πόσην ώραν επεριπάτουν μετ' αυτού, ουδέν ακούων, και μάλλον υπό της επηρείας φοβερού τίνος γαλβανισμού, παρά υπό των δυνάμεών μου κινούμενος.

Διήλθον εν ησυχία το Σάββατον εκείνο, το οποίον, διά τας συντετριμμένας καρδίας όλων όσοι ηγάπων τον Ιησούν, ήτο Σάββατον αγωνίας και θλίψεως. Αλλ' οι εχθροί του Χριστού δεν έμειναν τόσον αδρανείς. Η φοβερά ανησυχία των ενόχων συνειδήσεων δεν είχε καταπραϋνθή ούτε διά του θανάτου Του επί του Σταυρού.

Ενί λόγω, το κύρος της ήτο το κύρος του Σαρκωθέντος Θεού. Ήτο η θεία φωνή ομιλούσα δι' ανθρωπίνων χειλέων· και η αυστηρά καθαρότης της ήτο εμβαπτισμένη με τρυφεροτάτην συμπάθειαν, και η φοβερά αυστηρότης της με αγάπην ανέκφραστον.

ΞΑΝΘ. Δέξου με, ω θάλασσα, και δρόσισε μου τας πληγάς, διότι φοβερά πράγματα έπαθα. ΘΑΛ. Τι έπαθες Ξάνθε; Ποιός σε κατέκαυσεν; ΞΑΝΘ. Ο Ήφαιστος. Εκάηκα όλος ο δυστυχής και φλέγομαι. ΘΑΛ. Και διατί σε έκαυσε; • ΞΑΝΘ. Χάριν του υιού αυτής της Θέτιδος. Βλέπων αυτόν να φονεύη τους Φρύγας τον παρεκάλεσα, αλλ' αυτός δεν έπαυσε την οργήν του και με τους νεκρούς μού έφραζε το ρεύμα.

Καίτοι ουδείς ωμίλει ίνα παρηγορήσει τον Ιησούν, καίτοι βαθεία λύπη και τρόμος και κατάπληξις τους ετήρει αφώνους, όμως υπήρχον καρδίαι μεταξύ του πλήθους πάλλουσαι εν συμπαθεία προς τον φοβερόν Πάσχοντα. Μακρόθεν ίσταντο γυναίκές τινες θεωρούσαι, και ίσως εν τη φοβερά ώρα, περιμένουσαι την άμεσον απελευθέρωσίν Του.

Περί των συμβεβηκότων των τελευταίων εκείνων ωρών ουδέν λέγουσιν ημίν οι Ευαγγελισταί, και η φοβερά εκείνη επισκότισις του μεσημβρινού ηλίου πρέπει να κατετρόμαξε πάσαν καρδίαν ης αδράνειαν, περί ης ουδέν υπήρχε το οποίον ν' αναφέρωσιν.

Έπειτα δε, οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την αυλητρίδα και μερικούς άλλους από τους συντρόφους του, εφάνη και ο ίδιος εις την ολάνοικτον θύραν, όπου και εστάθη στεφανωμένος με παχύφυλλον στέφανον από κισσόν και ία και έχων εις την κεφαλήν πάρα πολλάς ταινίας, και είπεν: — Άνδρες, χαίρετε! θα δεχθήτε ως συμπότην σας και ένα άνθρωπον φοβερά μεθυσμένον, ή να φύγωμεν αφού στεφανώσωμεν μόνον τον Αγάθωνα; διότι δι' αυτό ήλθομεν.

Πάραυτα κατόπιν διά συγκεχυμένων λόγων διεδόθη εν τη κώμη, η φοβερά είδησις. — Πάτησαν το Μοναστήρι! έλεγεν ο έτερος προς τον έτερον. — Πάτησαν το καινούργιο Μοναστήρι! επανελάμβανεν άλλος. Και εις όλον το χωρίον αντήχει η βοή: — Πάτησαν το Μοναστήρι! Και έκλειον οι άνθρωποι τα μαγαζεία και ησφάλιζον αυτά, και έκλειον αι γυναίκες τας θύρας και τα παράθυρα. Αμέσως αι οδοί ηρημώθησαν.

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Βαριεστημένος ο κόσμος από το μεγάλο τον πόλεμο του 66, που τονε θυμούνταν ακόμα, που τάννοιωθαν ακόμα τα φοβερά του σημάδια, που μόλις τώρα και μερικούς χρόνους άρχιζαν κ' έδιναν καρπό ταναβλαστημένα τα λιόδεντρα, όσα είχαν κοπή, έτρεμαν όλοι τους μην τύχη και ξεσπάση τίποτις ταραχή σε καιρούς που έπρεπε να δουλέψουν και να οικονομήσουνε για πιο καλορρίζικες ώρες.