Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Αλλ' η φοβερά ύβρις την οποίαν είχε λάβη ο Ιησούς θα ήρκει μόνη να πείση τους οικείους του να καταλίπωσι τον τόπον, και αν ακόμη το μίσος των Ναζαρηνών δεν εξετείνετο και επ' αυτούς.

Τόρα λοιπόν ας αρχίσωμεν να ομιλήσωμεν περί εκάστης χωριστά τι είναι και εις ποία περιστρέφεται και πώς και συγχρόνως θα γίνη γνωστόν και πόσαι είναι. Και πρώτον μεν ας ομιλήσωμεν περί της ανδρείας. Ότι λοιπόν αυτή είναι κάποια μεσότης και ως προς τον φόβον και ως προς τα θάρρος, τούτο εξηγήθη προηγουμένως. Είναι δε φανερόν ότι φοβούμεθα τα φοβερά, αυτά δε είναι με μίαν γενικήν έκφρασιν κακά.

Τότε ο Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο.

Πανταχού η μοίρα του, του πτωχού η μοίρα, παρουσιάζετο φοβερά ενώπιόν του, απελπιστική, καταστρέφουσα τας ελπίδας του, διαλύουσα τα όνειρά του, ώστε ν' αληθεύη πάντοτε το της παροιμίας «όπου πτωχός και η μοίρα του».

Τόννοιωσε ο Χουσεήνης από τα φοβερά τσιριχτά εκεί κάτω πως βρέθηκε το σκιαχτερό του ριξίδι. — Να μείνης εσύ εδώ απάνω απόψε, γυρίζει και λέει της Ασήμως, και σέρνει τακέφαλο το κορμί μες στους βάτους. Δεν ξαναβρέθηκε ποτές το κορμί εκείνο.

Δεν φταις εσύ, έλεγε και η κυρά-Μανωλάκαινα μετ' αγανακτήσεως, φταίω εγώ που πήρα γέρο! Ούτως η φοβερά φιλοδοξία κατέφαγεν όλα τα άλλα θελκτικά προτερήματα της έξυπνης Γερακίτσας, ως ένας καυστικός λίβας οπού κατακαίει τα άνθη. Και εμαράνθη εκείνη η ανθηρότης του προσώπου της.

Εν τούτοις η νυξ εξηπλούτο ασέληνος και ζοφερά επί του δάσους, εις δε το σκότος εκείνο εσπινθήριζον απαισίως μεταξύ των φύλλων τα όμματα των γλαυκών και των λύκων. Η δύστηνος νεάνις μόνη εν τη φοβερά εκείνη ερήμω, ότε μεν συνεστέλλετο ακινητούσα παρά την ρίζαν γηραιάς δρυός, οτέ δε νέας δυνάμεις αντλούσα εκ φόβου έτρεχεν ως φάσμα νυκτερινόν μεταξύ των δένδρων.

Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον ιατρόν. Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου. Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον.

Το πυρ είχεν εκραγή, τω είπε, πλησίον του μεγάλου Κίρκου, εις μέρος γειτνιάζον με το Παλατίνον και με το Καίλιον όρος, αλλ' είχε διαδοθή με πρωτοφανή ταχύτητα, ώστε κατέλαβεν όλον το κέντρον. Ποτέ, από της εποχής του Βρέννου, τόσον φοβερά καταστροφή δεν είχε πλήξει την πόλιν. — Η Τρανστιβέρη άρα γε εκάη; — Τι σε ενδιαφέρει η πέραν του Τιβέρεως συνοικία;

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν