United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κείχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δη έτσι. — Δεν κάνει.... εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μαγαπάς... σα μεγάλος, γιατί 'σαι πολύ μικιός για μένα! Εγώ 'μαι μεγάλη... Κοντεύγω να... γεράσω. Κιωςτε να γενής εσύ άντρας σωστός, εγώ θάμαι... Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν.

Από τον άγνωστο τόπο όπου πηγαίνω, θα σας στείλω έναν απεσταλμένο. Θα του πήτε τη θέλησί σας και στην πρώτη πρόσκλησι, από το μακρυνό τόπο, αμέσως θα τρέξω». Στέναξε η Ιζόλδη και είπε: «Τριστάνε, άφησέ μου τον Χουσδάν, το σκύλλο σου. Ποτέ λαγωνικό δε θάχη φυλαχτή με μεγαλύτερες τιμές. Όταν τον βλέπω θα σε θυμάμαι και θάμαι λιγώτερο θλιμμένη.

Εκεί που φθάνεις άπλωνε· τι κυνηγάς του κάκου αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ' απ' ομπρός σου; Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από κείνη. Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζω με τη νύκτα κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω. Αυτό μου δείχνει πως κ' εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι.

Θα πάω κ' εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πως θάμαι πρώτος, μα δε θε νάμαι και στερνός μέσ' στους πολεμιστάδες. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν. Μ' αν όμως σώνει και καλά ποθής να ταξιδέψης, στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψης.

Και ήμουν ειλικρινής. — Σε πιστεύω, μα δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν' αρρωστήσης και τέτοια αρρωστιά; Θεός φυλάξοι, καλλίτερα ν' αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κεκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτε ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσης και να καλοπεράσης τη ζωή σου. Μόνο τότε θάμαι κεγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι.

Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;